ΤΑ ΚΕΛΛΙΑ ΤΗΣ ΤΗΝΟΥ

ΤΑ ΚΕΛΛΙΑ ΤΗΣ ΤΗΝΟΥ
Και στα Κελλιά με χρώματα άσπρα και ήλιο μεθούν

giovedì 9 giugno 2016

Μ. Γ. Μερακλής: Είναι λοιπόν τώρα ο καιρός που μας χτυπάνε αδυσώπητες κρίσεις. Όλο τον κόσμο κι εμάς. Μια από τις πιο μεγάλες σε εμάς (κι ας μη το βλέπουν πολλοί) είναι πως βγαίνουμε έξω από τον Ελληνισμό.

«Ποσειδωνιάται» του Μ. Γ. Μερακλή


http://diastixo.gr/epikaira/psigmata/5280-poseidoniatai




«Ποσειδωνιάται» του Μ. Γ. Μερακλή





Ακούγοντας σχεδόν καθημερινά από δημοσιογράφους και των πρώτων σε τηλεθέαση καναλιών να ακροτηριάζουν την τρίτη κλίση (η «περηφανή νίκη», τον «Διευθύνων σύμβουλο») ή να γελοιοποιούν τη συλλαβική αύξηση των ρημάτων («περισυνελέγονται» οι νεκροί) σκέπτομαι το καβαφικό ποίημα «Ποσειδωνιάται». Είσαν κάτοικοι της Ποσειδωνίας, ελληνικής αποικίας της Κάτω Ιταλίας, που ιδρύθηκε τον 6ο π.Χ. αιώνα. Αρχαία μνημεία (ναός του Ποσειδώνος) διασώζονται ώς σήμερα. Έγινε ρωμαϊκή αποικία τον 3ο αιώνα. Την πόλη είχαν ιδρύσει κάτοικοι από άλλην ελληνική αποικία της Κάτω Ιταλίας, τη Σύβαρι (ιδρυμένη αυτή στο τέλος του 8ου αιώνα), που είχε φτάσει σε μεγάλη οικονομική ακμή, η οποία έσπρωξε τους Συβαρίτες σε μιαν αχαλίνωτη στις υλικές απολαύσεις ζωή. Έτσι πλάστηκε η λέξη «συβαριτισμός» που σημαίνει μια τρυφηλή και ακόλαστη ζωή!
Σε προηγούμενο σημείωμά μου είχα πει ότι συχνά η ίδια η πραγματικότητα είναι έτοιμη να δοθεί ή να παραδοθεί στην ποίηση, χωρίς να είναι απαραίτητη η επέμβαση του ποιητή, εκτός από κάποιες προσθαφαιρέσεις που ενδέχεται να κάνει. Αυτό το είχε καλά εννοήσει ο Καβάφης. Ένα εύγλωττο παράδειγμα δίνει ο ίδιος με το πιο πάνω ποίημα, πάνω από το οποίο παρέθετε ένα εκτενές χωρίο από τον Αθήναιο, αμετάφραστο, όπως συνήθως έκανε. Το μεταφέρω στη σημερινή γλώσσα μας: «Οι Ποδειδωνιάτες, στον τυρηννικό κόλπο, είσαν εξ αρχής Έλληνες, εκβαρβαρώθηκαν κι έγιναν Τυρηνοί ή Ρωμαίοι· μετέβαλαν τη γλώσσα τους και τις πιο πολλές από τις συνήθειές τους. Και κρατούν μία μόνο από τις γιορτές των Ελλήνων και τώρα, στην οποία συγκεντρώνονται φέρνοντας στη μνήμη τους τα αρχαία ονόματα και έθιμα και κλαίγοντας γοερά, κι ύστερα απέρχονται με τα δάκρυα στα μάτια».
η ίδια η πραγματικότητα είναι έτοιμη να δοθεί ή να παραδοθεί στην ποίηση, χωρίς να είναι απαραίτητη η επέμβαση του ποιητή, εκτός από κάποιες προσθαφαιρέσεις που ενδέχεται να κάνει. Αυτό το είχε καλά εννοήσει ο Καβάφης. 
Ο Καβάφης, θα λέγαμε, μεταφράζει ελεύθερα το χωρίο του Αθήναιου:
Την γλώσσα την ελληνική οι Ποσειδωνιάται
εξέχασαν τόσους αιώνας ανακατευμένοι
με Τυρρηνούς και με Λατίνους, κι άλλους ξένους.
Το μόνο που τους έμενε προγονικό
είταν μια ελληνική γιορτή, με τελετές ωραίες,
με λύρες και αυλούς, με αγώνας και στεφάνους.
Κι είχαν συνήθειο προς το τέλος της γιορτής
τα παλαιά τους έθιμα να διηγούνται,
και τα ελληνικά ονόματα να ξαναλένε,
που μόλις πια τα καταλάμβαναν ολίγοι.
Και πάντα μελαγχολικά τελείων’ η γιορτή τους.
Γιατί θυμούνταν που κι αυτοί είσαν Έλληνες –
Ιταλιώται έναν καιρό κι αυτοί·
και τώρα πώς εξέπεσαν, πώς έγιναν,
να ζουν και να ομιλούν βαρβαρικά
βγαλμένοι –ω συμφορά!– απ’ τον Ελληνισμό!
Ο Καβάφης εξακολουθεί να κρατά μιαν από τις κορυφαίες θέσεις στη νεότερη ελληνική ποίηση (για ορισμένους μάλιστα την πρώτη). Σ’ άλλους αρέσουν τα ερωτικά ποιήματά του, σ’ άλλους τα πολιτικά, όπως τα λέω διαστέλλοντας την έννοια του πολιτικού γεγονότος, σ’ άλλους τα βιωματικά-προσωπικά και σ’ άλλους τα εμπνευσμένα απ’ τις γραπτές πηγές, σ’ άλλους η ιδιάζουσα γλώσσα του που αμφισβήτησε (μαζί και με κάποιους άλλους) την ακραία, αφύσικη εμμονή του διχασμού σε “καθαρή” δημοτική και η ψυχρή, “νεκρή” (Σεφέρης) καθαρεύουσα, σε ψυχαριστές και μυστριωτικούς. Ίσως και σ’ άλλους άλλα.
Είναι λοιπόν τώρα ο καιρός που μας χτυπάνε αδυσώπητες κρίσεις. Όλο τον κόσμο κι εμάς. Μια από τις πιο μεγάλες σε εμάς (κι ας μη το βλέπουν πολλοί) είναι πως βγαίνουμε έξω από τον Ελληνισμό. 
Αλλά σκέπτομαι ότι, στο ερώτημα ποιο ποίημα ενός ποιητή είναι το καλύτερο από τα άλλα, παίζει ρόλο, εκτός βέβαια από το δικαίωμα της υποκειμενικής-προσωπικής κρίσης (η ποίηση είναι ίσως η πιο αυθεντική έκφραση της ελευθερίας) και κάτι άλλο, έξω από τον υποκειμενισμό μας: ο καιρός. Υπάρχει «καιρός του κλαύσαι και καιρός του γελάσαι... καιρός του φιλήσαι και καιρός του μισήσαι... (Εκκλησιαστής, 4.8.). Είναι λοιπόν τώρα ο καιρός που μας χτυπάνε αδυσώπητες κρίσεις. Όλο τον κόσμο κι εμάς. Μια από τις πιο μεγάλες σε εμάς (κι ας μη το βλέπουν πολλοί) είναι πως βγαίνουμε έξω από τον Ελληνισμό. Αυτό τον καιρό λοιπόν με συγκινούν περισσότερο απ’ όλα τ’ άλλα καβαφικά ποιήματα οι «Ποσειδωνιάται».
Και μια παρατήρηση σχετικά με τους νεότερους ποιητές μας. Ασφαλώς ο καλός ποιητής γεννάται. Αλλά συγχρόνως και γίνεται. Σιγά σιγά. Καθώς οι περισσότεροι από αυτούς είναι θαυμαστές του Καβάφη, ας μιμηθούν το παράδειγμά του: αγαπούσε και διάβαζε με ηδονή τους αρχαίους Έλληνες συγγραφείς, μάλιστα με προέκταση έως τους βυζαντινούς αιώνες. Χωρίς αυτούς δεν θα είταν τόσο μεγάλος.

Nessun commento:

Posta un commento