ΤΑ ΚΕΛΛΙΑ ΤΗΣ ΤΗΝΟΥ

ΤΑ ΚΕΛΛΙΑ ΤΗΣ ΤΗΝΟΥ
Και στα Κελλιά με χρώματα άσπρα και ήλιο μεθούν

giovedì 26 luglio 2018

Ο χώρος, οι ρίζες, οι πληγές, οι μνήμες, οι ενοχές. Ας κρατήσουμε ενός λεπτού σιγή για τα θύματα της πύρινης λαίλαπας

Τετάρτη, 25 Ιουλίου 2018
ΑΚΑΤΑΝΟΗΤΟΣ ΧΩΡΟΣ

http://tinosontherun.blogspot.com/2018/07/blog-post.html

Ο χώρος. 
Η ανάγκη για χώρο κινεί τους πάντες. Για προσωπικό χώρο, χώρο ασφαλή, χώρο που μελλοντικά θα γίνει τόπος. 
Ο τόπος μας. 
Ο τόπος μου. 

Μέσα κει θα καλύπτω τις ανάγκες και τις προσδοκίες μου. 
Σαν πρωτόγονος, Νεάντερνταλ, πρόσφυγας, μετανάστης, το πρώτο που ψάχνω είναι ένας χώρος. 

Μια στέγη. 
Ο άστεγος δεν λέγεται ανέστιος. 
Λέγεται άστεγος

Και η στέγη στέκεται πάνω σε τοίχους που περικλείουν κάτι που μέχρι πριν ήταν κενό
Αυτός ο ερεθισμός της περιέργειας να γνωρίσουμε άλλους χώρους/τόπους έρχεται από τότε που το κάναμε αναγκαστικά, σε αγέλες, για να επιβιώσουμε. Εξερευνούσαμε τον άγνωστο χώρο/τόπο μέχρι να βρούμε τον κατάλληλο για μόνιμη κατοικία. 


Φυσικοί χώροι, σπήλαια, κουφάλες δέντρων, χώροι φτιαχτοί, καλύβες με κενά στις σανίδες, κατασκευαστικές ατέλειες από τις οποίες παρατηρούσαμε το περιβάλλον σχεδόν ασφαλείς κυρίως από την φύση την ίδια μέσα στην οποία κινούμασταν, χαραμάδες που έγιναν παράθυρα, αλαζονικές επιβεβαιώσεις της παρουσίας μας στον χώρο, πόρτες που διαβαίνουν μόνον όσοι είναι στον κύκλο εμπιστοσύνης μας, που αποκτάται μέσω μιας σειράς επαληθεύσεων που, εν μέρει, δημιουργεί αυτό που λέμε φυλή, ράτσα, γένος, είδος. 

Και μετά, ο διπλανός, ο κοντινός. 

Ο οποίος δίπλα μου, κοντά μου, εγκλωβίζει το δικό του κενό και φτιάχνει τον χώρο του. Ανάμεσα στον δικό μου και τον δικό του χώρο δημιουργείται αυτομάτως ο κοινός μας χώρος, δρόμος, πλατεία, ακάλυπτος, κήπος. 

Και γύρω από τους προσωπικούς χώρους της ομάδας/αγέλης φτιάχνεται για προστασία ένα τείχος οριοθετώντας τον οικισμό. Και ο ιστός μεγαλώνει και γίνεται χωριό, κωμόπολη, πόλη, χώρα, ύστερα τα κοινά χαρακτηριστικά συνθέτουν το έθνος, ύστερα η ανάγκη διαχείρισης γεννάει το κράτος.

Ο χώρος όμως, ό,τι κι αν κάνουμε πάνω του, παραμένει ακατανόητος για τον άνθρωπο. 

Και αυτό κυρίως γιατί αναγνωρίζει ότι μέσα σε αυτόν τον χώρο θα τελειώσει τις μέρες του, και το χειρότερο; ο χώρος θα συνεχίσει να υπάρχει και χωρίς αυτόν. 

Φροντίζει, λοιπόν, με άπλετη αλαζονεία, να καλύπτει την έλλειψη κατανόησης του φαινομένου του χώρου με το να τον καταλαμβάνει, να τον οριοθετεί και μετά να αφήνει επάνω του το σημάδι του. 

Όπως το σκυλί κατουράει τα όρια της επικράτειάς του, όπως οι γκραφιτάδες αφήνουν το όνομά τους σε όσο το δυνατόν πιο απομακρυσμένες περιοχές διεκδικώντας τες από άλλους, έτσι ο ιδιοκτήτης ενός χώρου αφήνει το αποτύπωμά του σε αυτόν, τον οικειοποιείται αφού προηγουμένως τον ιδιοποιήθηκε.

Οι χώροι που μας είναι οικείοι, κοντινοί, γνώριμοι, αναγνωρίσιμοι, μας ενώνουν. 

Ρωτάμε τους άλλους για την καταγωγή τους, αν έχουν πάει στο τάδε μέρος, αν έχουν δει το τάδε μαγαζί, αν έχουν κάνει μπάνιο στην τάδε παραλία και αν απαντήσουν θετικά, τότε ερχόμαστε πιο κοντά με κείνους. 

Για κανέναν σοβαρό λόγο, απλώς, ενωνόμαστε μέσω ενός ελάχιστου κοινού τόπου. 

Στην συνέχεια προτείνουμε παραλίες, μέρη διακοπών, μαγαζιά όπου περάσαμε καλά, προσπαθούμε να ισχυροποιήσουμε τους δεσμούς μας με αυτούς με τους οποίους έχουμε ήδη κάτι κοινό. 

Στην ουσία ταυτιζόμαστε μερικώς με τα βιώματα του άλλου και προσπαθούμε να ταυτιστούμε όσο γίνεται περισσότερο. 


Αυτή η ταύτιση δεν μπορεί να γίνει με κάποιον για οποιονδήποτε λόγο ανέστιο. Ο πρόσφυγας, ο μετανάστης, ο διωγμένος, ο εξόριστος, ακόμη και αν στον τόπο τους υποθέτουμε πως είχαν έναν χώρο δικό τους, δεν έχουν κοινά μαζί μας. 

Δεν ταυτιζόμαστε με κάποιον που φοράει φωσφοριζέ σωσίβιο και βρίσκεται μέσα σε μια βάρκα μαζί με άλλους πενήντα όταν η βάρκα βουλιάζει και πάνε όλοι χαμένοι. 

Δεν ταυτιζόμαστε με τον Σύριο ή τον Λίβυο που θρηνεί στα συντρίμμια του σπιτιού του, δεν ταυτιζόμαστε με τον Παλαιστίνιο που κλαίει πάνω από τα δολοφονημένα του παιδιά, δεν ταυτιζόμαστε με τον Αφρικανό θύμα αντίπαλης φυλής. 

Αυτό που συνήθως νιώθουμε είναι μια μακρινή, ανέξοδη συμπόνια για τον πόνο τους, μια ανάγκη να αποδώσουμε την ευθύνη όσο γίνεται πιο γρήγορα σε κάποιον, να ερμηνεύσουμε τα συμβάντα και τέλος, να ελπίσουμε, πράγμα ανώδυνο και πανεύκολο. 

Οι νεκροί της ανατολικής Αττικής στην ουσία μας φοβίζουν, και μας φοβίζουν γιατί πέθαναν κοντά μας, δίπλα μας. 

Σε χώρους αναγνωρίσιμους, σε δρόμους και διασταυρώσεις που κάποτε διασχίσαμε, σε παραλίες που κάποτε περάσαμε καλά και όπου μόνον από τύχη δεν βρισκόμασταν εκεί όταν συνέβη το κακό ή όταν βρεθήκαμε εκεί δεν συνέβη κάτι ανάλογο. 

Μας τρομάζει, επιπλέον, μας πανικοβάλει το ότι ο χώρος, ο κοινός μας χώρος, δεν υπάρχει πλέον. 

Ότι στον χώρο που βρίσκεται μέσα στον κοινωνικό ιστό, όχι σε κάποιο κορφοβούνι, όχι στην κοίτη κάποιου ποταμού, όχι στις όχθες μιας λίμνης, μέσα εκεί, σε συνθήκες παρόμοιες με αυτές που εμείς ζούμε, συνέβη αυτό.


Κολλάμε τότε στην τηλεόραση, στις εφημερίδες, απομυζούμε τις λεπτομέρειες, πασχίζουμε να μείνουμε θλιμμένοι, πασχίζουμε να μοιραστούμε λίγο από τον πόνο τους, να πάρουμε ένα ανέξοδο μερίδιο από αυτόν, να συμμετέχουμε σαν ελάχιστο χρέος στην απώλειά τους, διεκδικώντας ενδόμυχα μια ανάλογη αντιμετώπιση για την περίπτωση που. 

Και το κάνουμε αυτό για μερικές μέρες. 

Όταν παρέλθει ο χρόνος που θεωρούμε ότι τους αντιστοιχούσε, επιστρέφουμε δυνατοί και με ορμή στην καθημερινότητά μας, πιο απαιτητικοί από αυτήν, μιας και αντιληφθήκαμε μέσα από την καταστροφή κάποιου άλλου το ότι η ζωή είναι μικρή και πρέπει να την γλεντάμε, να περνάμε καλά.

Διαστροφή. 

Απόλυτη διαστροφή της νοητικής διαδικασίας που ξεκινήσαμε οι ίδιοι με λάθος τρόπο. 

Πρώτα δενόμαστε με τους παθόντες ακόμη κι αν δεν έχουμε κάποιον γνωστό που κάτι του συνέβη, ακόμη κι αν δεν έτυχε να φιλοξενηθούμε κάποτε σε κάποιο από αυτά τα σπίτια που περίμεναν για χρόνια, για δεκαετίες, με τα κλαδέματα και τα ξεχορταριάσματα μαζεμένα κάτω από ένα πεύκο, με τα ξύλα για το τζάκι σωρευμένα κολλητά στο σπίτι, με τους δρόμους που οδηγούν σε αυτά σχεδόν αδιάβατους, περίμεναν υπομονετικά να έρθει η στιγμή να καούν. 


Μετά, αντιδρούμε όπως και πριν. 


Και αμβλύνεται η αίσθηση του πόνου που διαθέτουμε απέναντι σε άλλους που εκείνη την στιγμή ζούν το δικό τους μαρτύριο. Αμβλύνεται γιατί είναι η λάθος αίσθηση. Αν πήγαζε από το σωστό σημείο της ψυχής θα είχε διάρκεια, βάθος και ουσία. Τώρα, απλώς είναι βολική, ανακουφιστική, ανέξοδη, και κυρίως, αθωωτική για εμάς τους ίδιους. 
Και ποτέ δεν αντιλαμβανόμαστε την διαστροφή.


Διαστροφή που επιβεβαιώνεται από τα παιχνίδια που παίζουμε, τις ταινίες που βλέπουμε, τα θέματα που αρεσκόμαστε να ακούμε. 

Σπίτια γκρεμίζονται, μειονότητες εκτοπίζονται, άμαχοι βομβαρδίζονται, στρατιώτες παιδιά κάποιου σκοτώνονται.
Ναι, αλλά είναι ταινία, ψεύτικη, δεν συμβαίνει στ’ αλήθεια, κι αν είναι αλήθεια έγινε κάποτε τόσο βαθειά στο παρελθόν που όσο κι αν θέλουμε δεν μπορούμε να το μεταφέρουμε εδώ, στον χώρο/τόπο μας. 

Και όταν μια παρόμοια αλήθεια έρχεται δίπλα μας με την μορφή ενός βίαιου συνήθως γεγονότος, τότε σαστίζουμε.

Ανεξαρτήτως, του ότι αν ζούσαμε στην Συρία για παράδειγμα, θα ήταν άμεσα κατανοητό στο πετσί μας. 

Η Συρία όμως, είναι ένας άλλος τόπος, που οι περισσότεροι μόνον φωτογραφίες του έχουμε δει. 

Η τηλεόραση του εκεί τόπου δίνει περισσότερο χρόνο στα εκεί συμβάντα. Η τηλεόραση του εδώ τόπου δίνει μόνον όσον οφείλει και όσος της απομένει από τα εδώ γεγονότα. Είναι, θα πει κανείς, αδύνατον κάθε μέρα να ασχολείται με την δυστυχία όλου του κόσμου, δεν θα ζούσε ο ίδιος από τον πόνο. 


Η ανάγκη για βίωση του πόνου όμως, όσο το δυνατόν πιο κοντά στα μέτρα μας, στις απαιτήσεις μας, στα μέτρα και στα σταθμά μας, στα βιώματά μας, είναι που μας κάνει να μιλάμε για αυτό το κοντινό συμβάν, να θέλουμε να λέμε κάτι, να εξηγούμε ο ένας στον άλλον τις αιτίες, να παίρνουμε το μέρος του ενός ή του άλλου. 

Ανατριχιάζουμε με το ότι κάποιος γνωστός μας πέρασε δίπλα από την καταστροφή και παρολίγο να γίνει αυτό και εκείνο. Και ανατροφοδοτούμε τους εαυτούς μας με όλο και περισσότερες πληροφορίες, εμποτιζόμαστε με το συμβάν, συντηρούμαστε και επιβεβαιωνόμαστε σαν ζωντανοί απέναντι στους άτυχους. 

Συνειδητοποιούμε την ζωή μας την ίδια σαν απουσία της δυστυχίας που βρήκε τους άλλους. 

Συνήθως γελάμε στις κηδείες, άλλοτε φανερά και άλλοτε πιο κρυφά, στις πίσω σειρές που ακολουθούν το φέρετρο, για αυτόν ακριβώς τον λόγο. 

Που η αιτία του βρίσκεται βαθειά μέσα στο ασυνείδητό μας, κρυμμένη στο εγκεφαλικό στέλεχος, στον πρωτόγονο εγκέφαλο, στην αιώνια αμυγδαλή που εξομοιώνει ένα μέρος μας με όλα τα σπονδυλωτά που κατοικούν τον πλανήτη. 

Τα ζώα αδυνατούν να κατανοήσουν τον θάνατο. 
Μπορούν μόνον να θρηνήσουν τον θανόντα. Μέχρις εκεί.


Όπως, δεν υπάρχει καμία κατανόηση για τον θάνατο στις σύγχρονες κοινωνίες. Αυτό είναι το δεύτερο. 


Τον θάνατο τον αντιμετωπίζουμε σαν συμβάν μοναδιαίο, μόνο του, αυθύπαρκτο, αυτοαιτιούμενο. Ο θάνατος έρχεται κάποια στιγμή. Και η στιγμή αυτή είναι μέσα στον χρόνο. 

Που για να συνειδητοποιήσουμε τον χρόνο θα πρέπει να περάσουμε από τον κρανίου τόπο, τον χώρο όπου θα αντιμετωπίσουμε την καταστροφή και σαν μέγεθος απολεσθέντος χρόνου. 

Του χρόνου που χρειάστηκε για να δημιουργηθούν όλα αυτά που πλέον δεν υπάρχουν, και του χρόνου που θα χρειαστεί για να ξαναγίνουν. 

Να ξαναγίνουν, για εμάς που δεν μας άγγιξε η καταστροφή, κυρίως για να πάψει να υπάρχει η εικόνα που θα μας θυμίζει την καταστροφή. Να επουλωθεί όχι η πληγή, αλλά η μνήμη, όχι ο τρόπος, αλλά ο χώρος. 

Να πλησιάσει, όσο είναι δυνατόν, ο χρόνος θλίψης που θεωρούμε ότι τους ανήκει στον χρόνο ανάπλασης του χώρου. Όσο είναι εφικτό οι δύο χρόνοι να προσεγγίσουν, όσο γίνεται να μικρύνει το μεταξύ τους διάστημα, να συμπέσουν ει δυνατόν. 

Αλλά δεν είναι δυνατόν, αυτό το ξέρουμε καλά. Μέχρι τότε θα αποφεύγουμε να περνάμε από εκεί. 

Ή, αν περνάμε από εκεί θα πρέπει οπωσδήποτε να καταλήγουμε σε συμπεράσματα, να αποδίδουμε ευθύνες, να εξάγουμε διδαχές. Γιατί αν μένουμε άφωνοι υπάρχει ο κίνδυνος να φανεί η πραγματική μας φύση απέναντι στην ουσία των όσων αντικρίζουμε. 

Ένοχοι μέχρι το κόκαλο. 


Ένοχοι που δεν έχουμε τον τρόπο να μπούμε μέσα στον εαυτό μας και να αντικρίσουμε το τέρας που κρύβεται εκεί πέρα και που είναι ένα αξιοπρόσεκτο κομμάτι από αυτό που είμαστε εμείς οι ίδιοι, που όση ώρα θα το κοιτάμε εκείνο θα συνεχίζει να τρώει, να καταναλώνει ψυχή, σάρκα, ιδέες, στάσεις, συμπεριφορές, αδιάφορο και ατάραχο στην παρουσία μας, σίγουρο πως αποκλείεται ποτέ να του κάνουμε κακό εφ’ όσον πρόκειται για τον εαυτό μας τον ίδιο. 

Σκέφτομαι πως αν υπήρχε ένα μαγικός μηχανισμός ανάπλασης πληγέντων περιοχών στον λιγότερο δυνατόν χρόνο θα γινόμασταν ακόμη χειρότεροι άνθρωποι, θα μπορούσαμε να ζούμε εντελώς έξω από τις συνέπειες των πράξεών μας. 

Φανταστείτε έναν χώρο όπου ό,τι καταστρεφόταν θα μπορούσε να επανέρχεται στην προηγούμενη κατάστασή του σύντομα. Ότι το Μάτι, η Κινέτα, η Νέα Μάκρη σε δύο μήνες μέσα, σε έναν μήνα μέσα, σε μια εβδομάδα μέσα θα ήταν όπως και πριν. 

Σαν να μην χάθηκε τίποτε εκτός από τις ζωές. Θα έβλεπες τότε μνημεία θανόντων, σημαίες και αγήματα και εξέχουσες φυσιογνωμίες να αποδίδουν τον χρόνο τους, τίποτε άλλο, τον χρόνο τους σε κάθε επέτειο της καταστροφής ευχόμενοι και υποσχόμενοι πως δεν θα ξανασυμβεί, τουλάχιστον εδώ, σε αυτόν τον χώρο, κάτι παρόμοιο. 

Αυτό όμως θα γίνει και τώρα. 
Τώρα, που στην υπόλοιπη Ελλάδα υπάρχουν δεκάδες, εκατοντάδες άλλα Μάτια, Κινέτες και Νέες Μάκρες που περιμένουν να τα βρει το κακό, και που κάποια στιγμή θα τα βρει, δεν μπορεί να γίνει τίποτε γι’ αυτό πλέον.


Οι ρίζες πάνε σε πίσω δεκαετίες, όπως οι ρίζες όσων σήμερα σπέρνουμε θα φτάσουν να κάνουν το κακό τους σε μελλοντικές γενιές, σε αυτό που λέμε βάθος χρόνου, που τελικώς, αυτός ο χρόνος, δεμένος άρρηκτα με τον χώρο, αδυνατεί να μας σώσει, και αντίθετα, καταφέρνει σαν απαιτητός από τα πράγματα και τις καταστάσεις, να μας σώζει από την οριστική αποκτήνωσή μας. Έστω και χωρίς να τον κατανοούμε, παρά μόνον σαν φθορά και θάνατο.

Ας κρατήσουμε, τελικώς, όπως κάνουν και οι επίσημοι, ενός λεπτού σιγή.



Αν πιστεύουμε πως αλλάζει κάτι, ας το κάνουμε.

Αλλά, να είμαστε έτοιμοι να αντιμετωπίσουμε την σιγή που ακολουθεί μετά. 



mercoledì 25 luglio 2018

SOLIDARIETÀ AL POPOLO GRECO. La Comunità Ellenica di Napoli e Campania raccoglie fondi da destinare alla Croce Rossa Ellenica.


Inferno greco

SOLIDARIETÀ E VICINANZA AL POPOLO GRECO


ΑΛΛΗΛΕΓΓΥΗ ΚΑΙ ΣΥΜΠΑΡΑΣΤΑΣΗ ΣΤΟΝ ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΛΑΟ

Negli ultimi giorni intere regioni della Grecia sono state letteralmente spazzate via dalla furia distruttrice del fuoco. Le scene pervenuteci dai canali d’informazione circa quanto accaduto nella regione dell’Attica orientale sono tragiche.
Oggi una nazione intera è in lutto dopo che decine di persone hanno perso la vita, centinaia sono rimaste ferite, migliaia di case sono andate in fumo mentre l’ecosistema ha subito danni di proporzioni bibliche.
Insieme alla Grecia è in lutto anche la diaspora ellenica, ovunque essa si trovi.
Dinanzi a tale catastrofe, la Comunità Ellenica di Napoli e Campania (CENC) esprime la propria solidarietà e vicinanza al popolo greco.
Come prima misura intrapresa dalla CENC vi è la raccolta immediata di fondi da destinare alla Croce Rossa Ellenica (Ελληνικός Ερυθρός Σταυρός).

Un atto di solidarietà concreta per dare un aiuto immediato a chi ha bisogno.

Chi desiderasse contribuire ad alleviare le sofferenze di tanti greci, lo può fare facendo una donazione libera al conto della CENC:
Banca Promos
IBAN: IT 36 P 03265 03401 000010129971
Intestatario: Comunità Ellenica di Napoli e Campania
Causale: Donazione SOS Grecia vittime incendio

Invitiamo tutti a sottoscrivere, promuovere, diffondere la raccolta fondi per la Croce Rosa Ellenica, per sostenere un’Associazione distinta da sempre per impegno umanitario, promozione sociale e capacità organizzativa.

Tendiamo tutti la mano al popolo greco!


martedì 17 luglio 2018

ESTATE A NAPOLI 2018 MASCHIO ANGIOINO, sabato 21 luglio

ESTATE A NAPOLI 2018
MASCHIO ANGIOINO

sabato 21 luglio ore 21
Maschio Angioino
Chiacchiere al Tekès

Ensemble di musica popolare greca Evì Evan, con narrazioni e canti di Moni Ovadia Dimitris Kotsiouros bouzouki, cumbus saz, Giorgos Strimpakos baglamas, canto, Valerio Mileto chitarra, oud, Stefano Albarello qanun, oud
Spettacolo di Rebetiko con racconti e aneddoti sui cantautori che hanno dato vita a questo genere musicale. 
Tekés era un locale con finalità e natura ambigue: un bancone da taverna, due o tre bottiglioni di liquori colorati e le saracinesche sempre mezze abbassate. Un modo di passare le serate importato in Grecia dagli immigrati cacciati dalla Turchia dopo la Katastrofì del 1922; un punto di incrocio tra Oriente e Occidente. 
Oggi ci troviamo nel tekès per una serata dal sapore orientale; per ritrovare ritmi di vita lenti e il piacere di ascoltare insieme canzoni di storie di amore maledetto, di porto e di periferie cittadine; di prigioni, di zingare, passione per musica, vino e narghilè dove i ritmi dell’allegria si alternano alle melodie melanconiche. 
“Praticare il rebetiko oggi è un modo di uscire dal girone delle discoteche, dei club, del meccanismo che c’è dietro. Dallapubblicità delle mode giovanili. Trovarsi a casa. Stare nel proprio. Con una musica che parla di te, e non di qualcuno che non conosci nemmeno” (dal Tefteri di Vinicio Capossela).

A cura della Comunità Ellenica di Napoli e Campania in occasione dei festeggiamenti per i 500 anni di presenza neoellenica in Campania
Ingresso libero
Info: evievan2008@gmail.com / www.evievanrebetiko.com
http://www.infoturismonapoli.it/estate-a-napoli-2018-maschio-angioino/


Τα μάρμαρα του Παρθενώνα στο Βρετανικό Μουσείο και ο Καβάφης. Με αφορμή τη σημερινή επίσκεψη του Alfredo Ledonne

Ο Alfredo Ledonne επισκέπτεται κάθε χρόνο στο Βρετανικό Μουσείο του Λονδίνου τη συλλογή γλυπτών που προέρχονται από την Ακρόπολη των Αθηνών, τα οποία μεταφέρθηκαν στη Βρετανία το 1806 από τον Τόμας Μπρους, 7ο κόμη του Έλγιν, πρέσβη στην Οθωμανική Αυτοκρατορία από το 1799 μέχρι το 1803.


Φωτογραφίες του Alfredo Ledonne από τη σημερινή του επίσκεψη/προσκύνημα.























Ο Καβάφης γράφει και σχολιάζει το ζήτημα της επιστροφής των μαρμάρων του Παρθενώνα, των λεγόμενων «Ελγινείων Μαρμάρων».


«ΤΑ ΕΛΓΙΝΕΙΑ ΜΑΡΜΑΡΑ»
«Σπουδαίον περιοδικόν της Αγγλίας , «Ο 19ος Αιών», δημοσίευσε την 1ην Μαρτίου άρθρον γραφόμενον «Ο Αστεϊσμός περί των Ελγινείων μαρμάρων».
Οι φιλόμουσοι και φιλάρχαιοι αναγνώσται θα ενθυμώνται το κίνημα όπερ εγένετο τελευταίως εν Αγγλία ίνα αποδοθώσιν εις την Ελλάδα αι αρχαιότητες ας προ 80 ετών ο λόρδος Έλγιν , πρέσβυς της Αγγλίας παρά την Υ.Πύλη , ήπαρσεν - ίνα τας προφυλάξη δήθεν - εκ της Ακροπόλεως.
Ο λόγιος κ. Φρειδερίκος Χάρισσον θερμώς υποστήριξε το κίνημα , έγραψε δε εν τω «19ω Αιώνι» το περίφημόν του άρθρον «Απόδοτε τα Ελγίνεια Μάρμαρα».
Την απάντησιν εις το άρθρον αυτό γράφει ο Διευθυντής του περιοδικού, ισχυριζόμενος ότι ο κ. Χάρισσον πραγματευθείς περί της επιστροφής των Ελγινείων μαρμάρων ηστεϊζετο απλώς , και κατέγινε περί το δοκιμάσαι την διορατικότητα του πνεύματος των συμπολιτών του - εάν τάχα θα ήναι αρκετά έξυπνοι να εννοήσουν την ειρωνείαν του. Άλλως ηθέλησεν επίσης να περιπαίξη την συνήθειαν διαφόρων συγχρόνων ρητόρων οίτινες επινοούσι θέματα της ευφράδειας των , ζητούσι να αποδείξωσι παραδοξολογίας και χιμαίρας.
Ούτω κρίνει ο κ. Τζαίμης Νώουλς , διευθυντής του περιοδικού «Ο 19ος Αιών». Μοι φαίνεται όμως ότι ο παραδοξολογών είναι μάλλον αυτός ή ο κ. Χάρισσον.
Το άρθρον του ουδέ λογικόν είναι, ουδέ γενναίον. Είναι τόσον ξηρόν κατά το ύφος, έχει τοιαύτην πληθώραν πτωχής ή μάλλον, ανόστου ειρωνείας, ώστε πιστεύω ότι μόνον οι Έλληνες, τους οποίους αφορά αμέσως το ζήτημα, θα έχωσι την υπομονήν να το αναγνώσωσιν ίνα σωθώσιν αι αμαρτίαι των.
Εν τη εξάψει του ο κ. Νώουλς τι δεν λέγει!
Εκθειάζει του Έλγιν την αρπαγήν. Μυκτηρίζει τον Βύρωνα. Σχετίζει την ευτελή υπεξαίρεσιν των μαρμάρων, προς τα ένδοξα τρόπαια του Νέλσωνος. Φρονεί ότι εάν επιστραφώσιν αι αρχαιότητες αύται, πρέπει ν'αποδοθώσιν επίσης η Γιβραλτάρη, η Μελίτη, η Κύπρος, η Ινδική - λησμονών ότι η κατοχή των χωρών εκείνων λογίζεται αναγκαία εις το Αγγλικόν κράτους, ενώ τα Ελγίνεια μάρμαρα εις ουδέν χρησιμεύουσιν άλλο ή εις τον ωραϊσμόν και πλουτισμόν του και άνευ αυτών ωραιοτάτου και πλουσιωτάτου Βρεττανικού Μουσείου. Ψέγει του κ. Χάρισσον την ορθοτάτην παρατήρησιν, ότι το κλίμα του Λονδίνου φθείρει τας γλυφάς των μαρμάρων και εκφράζει τον φόβον μη εάν μετακομισθώσιν εις Αθήνας καταστραφώσιν εν ενδεχόμενη αναφλέξει του Ανατολικού ζητήματος - λησμονών ότι ο φρόνιμος άνθρωπος οφείλει να διορθώνη το ενέστος κακόν πριν φροντίσει περί του μέλλοντος.
Δεν φαίνεται να δίδη πολλήν σπουδαιότητα εις τα δικαιώματα άτινα έχει των μαρμάρων «ο αναμεμιγμένος μικρός πληθυσμός όστις σήμερον κατοικεί επί των ερειπίων της Αρχαίας Ελλάδος» και υποθέτω ευρίσκει τα δικαιώματα του λόρδου Έλγιν και εαυτού μεγαλείτερα. Παρατηρεί ότι, αν ηκολουθείτο η συμβουλή του κ. Χάρισσον και απεδίδοντο αι περί ου ο λόγος αρχαιότητες εις την Ελλάδα, τις οίδεν εάν καμμία εκ των ολιγοβιών κυβερνήσεών της δεν θα τας επώλει αντί εκατομμυρίου λ.στ. εις την Γερμανίαν, ή αντί δύο εις την Αμερικήν ή χειρότερα, εάν δεν θα τας επώλει λιανικώς, εις ένα έκαστον ολίγας.
Ταύτα είναι ύβρις αδικαιολόγητος και εμφαίνουσα πολλήν ελαφρότητα εις την οποίαν η αρμόζουσα απάντησις θα ήτο - Είμεθα Κύριοι να διαθέσωμεν ως θέλομεν τα ημέτερα.
Αλλ' ας διαφωτισθή η άγνοια του ανδρός και ας μάθη ότι μέχρι τούδε αι ελληνικαί κυβερνήσεις, ολιγόβιοι ή μακρόβιοι, επεδείξαντο πολλήν ευλάβειαν και φροντίδα προς τα αρχαία μνημεία, ότι διάφορα μουσεία συνεστάθηκαν εν Ελλάδι, ων η διοίκησις είναι αξιόλογος και ότι εν Αθήναις τα Ελγίνεια μάρμαρα θα τυχώσει της αυτής πίστης διαφυλάξεως και περιποιήσεως οίας και εν Αγγλία. Είναι δε νόστιμος ο κ. Νώουλς όταν μας αφίνει να ίδωμεν και την χρημαιτικήν άποψιν της υποθέσεως. Εις εν μέρος του άρθρου του λέγει, ότι η σημερινή αξία των μαρμάρων υπολογίζεται εις εκατομμύρια, και εις άλλο πάλιν μέρος ομολογεί, ότι δια να τα αποκτήση ο λόρδος Έλγιν εξώδευσε 14.000 λ. Τι καλή δουλειά!
Δεν αναγράφω περισσότερας εκ των παρατηρήσεως του κ. Νώουλς. Είναι της αυτής ποιότητος και αι επίλοποι. Εξ άλλου δεν νομίζω πρέπον να τον θεωρήση τις υπεύθυνον δι' όλα όσα γράφει. Ο ανήρ εις άλλας περιστάσεις απέδεξεν ότι δεν αμοιρεί παιδείας, ορθής κρίσεως, και άλλων φιλολογικών προσόντων. Όθεν τείνω να πιστεύσω ότι πρέπει να αποδοθή το άτακτον της συνθέσεως και των κρίσεών του περί των Ελγινειών μαρμάρων εις την πνευματικήν σύγχυσιν ην τω επήνεγκεν η σκέψις ότι αι πολύτιμοι αύται αρχαιότητες - οι περικαλλείς αδάμαντες της Αττικής - ηδύναντο να ξεφύγουν από το Βλούμσβουρύ του. Το' μισολέγει ο ίδιος μετά βουκολικής απλότητος εν μια περίοδω του άρθρου του - Τι ιδέα (δεν ενθυμούμαι αν ήναι ακριβώς αυταί αι λέξεις του) ενώ έχωμεν τας ωραίας αυτάς αρχαιότητας εδώ και ειμπορεί ο λαός μας να πηγαίνη να τας θαυμάζη όποτε θέλει, τι ιδέα να τας στείλωμεν εις την άλλην άκρην της Ευρώπης!
Εν Αλεξανδρεία της Αιγύπτου, τη 27 Μαρτίου 1891
ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ Π. ΚΑΒΑΦΗΣ


«Νεώτερα περί των Ελγινείων μαρμάρων»
Ο θάνατος των πολιτικών ή διεθνών ζητημάτων είναι η λήθη. Ευτυχώς το ζήτημα περί αποδόσεως των Ελγινείων μαρμάρων εις την Ελλάδα δεν πέπρωται ακόμη να λησμονηθή. Πολύ δε συντείνει εις την αναζωπύρωσιν του ζητήματος η διάστασις εις την οποίαν ήλθαν επ' αυτού δύο διακεκριμένοι λόγιοι Αγγλοι ο κ. Φρειδερίκος Χάρισον και ο Τζαίημς Νώουλς διευθυντής του περιοδικού ο «19ος αιών».
Εν τω Λονδινείω περιοδικώ «η Δεκαπενθήμερος Επιθεώρησιν» ο Χάρισον απήντησεν εις τας κατακρίσεις τας εκτοξευθείσας κατ' αυτού υπό του «19ου αιώνος».
Δεν θα αναγράψω όλα τα επιχειρήματα δι' ων ο κ. Χάρισον υποστηρίζει την θεωρίαν του περί αποδόσεως των μαρμάρων. Εν άρθρω καταχωρησθέντι εν τη «Εθνική» της 30ης Μαρτίου κατέδειξα ήδη την ελαφρότητα των ισχυρισμών του κ. Νώουλς. Θέλω μόνον μεταφράση επεξηγήσεις τινάς ας δίδει ο κ. Χάρισον εν τω νέω του άρθρω.
Λέγει ρητώς ότι δεν καταδικάζει απολύτως τον λόρδον Ελγιν τον υπεξαιρέσαντα τας περί ου ο λόγος αρχαιότητας, εκθέτει όμως 4 λόγους δι ων αποδεικνύεται ότι η κατοχή των μαρμάρων υπό τε του λόρδου Έλγιν πρώτον, και του αγγλικού έθνους δεύτερον, αντίκειται εις τας αρχάς του δικαίου.
«α' Ο λόρδος Έλγιν απέκτησε τα μάρμαρα του Παρθενώνος ουχί από τους Έλληνας, αλλά από τους δυνάστας αυτών Τούρκους.
β' οι Έλληνες εναντιώθησαν καθ' όσον τοις ήτο δυνατόν εις την μετακόμισιν αυτών, και ουδέποτε έπραξάν τι προς βλάβην των.
γ' Οι άνθρωποι του λόρδου Έλγιν αφήρεσαν ό,τι ήθελαν άνευ της ελαχίστης μερίμνης δια το μνημείον όπερ απεγύμνωσαν.
δ' Το βρεταννικόν έθνος απέκτησε τα Ελληνικά μάρμαρα αντί ποσού μηδαμινού». Αλλως παραδέχεται ότι ο λόρδος Έλγιν «πιθανόν εντίμως να εθεώρη ότι έσωζε δια την ανθρωπότητα τα πολύτιμα ταύτα κειμήλια». 
Εις εκ των κυρίων ισχυρισμών των εναντιουμένων εις την απόδοσιν των Ελγινείων μαρμάρων είναι ότι δι’ αυτής η Αγγλία θα αναγνωρίση την αρχήν της αποδόσεως των κατά το μάλλον ή ήττον άνευ οριστικής ή ακριβούς νομιμότητος αποκτηθέντων και τότε πρέπει να γυμνωθώσιν αι αρχαιολογικοί συλλογαί της. Αλλά αυτή είναι η συνήθης υπεκφυγή εκείνων οίτινες θέλουσιν ευσχήμως να αποφύγωσιν την εκτέλεσιν γενναίας πράξεως. Φοβούνται τας συνεπείας. Αλλά τέλος πάντων ποίαι είναι αι συνέπειαι αύται; μη είναι υποχρεωμένος τις να φέρη όλα μέχρι υπερβολής; Είναι υποχρεωμένος τις να εξακολουθή εφαρμόζων μιαν αγαθήν αρχήν μέχρις ότου δια της καταχρήσεως καταστή μωρά; Κατά την λογική ταύτην λοιπόν δεν πρέπει ποτέ να ελεή τις πτωχόν διότι αν ήτο να ελεήση όλους τους πτωχούς του κόσμου ήθελε καταντήση χιλιάκις πτωχότερος του πτωχοτέρου; Εξ άλλου η συνέπεια αυτή της γενικής αποδόσεως δεν απορρέει εκ της αποδόσεως των Ελγινείων μαρμάρων. Ο κ. Χάρισον, προς απόδειξην τούτου, επαναλαμβάνει όσα έγραψε πέρυσι επί του αντικειμένου.
Ο κ. Νώουλς, λέγει, δαπανά πολλήν εύκολον ρητορικήν αριθμών διάφορα έργα ελληνικής τέχνης κατεχόμενα υπό της Αγγλίας, και ερωτά εάν πρέπει και αυτά να επιστραφούν. «Βεβαίως όχι! Εποίησα διάκρισιν φανερωτάτην. Έγραψα τα Ελγίνεια μάρμαρα διαφέρουσιν ολοτελώς από όλα τα άλλα αγάλματα. Δεν είναι αγάλματα. Είναι τεμάχια μοναδικού μνημείου, του περιφημοτάτου εν τω κόσμω μνημείου, όπερ είναι το εθνικόν σύμβολον και το παλλάδιον γενναίου λαού και χώρος προσκυνήσεως δια την πολιτισμένην ανθρωπότητα... Εις το ελληνικόν έθνος την σήμερον τα ερείπια της Ακροπόλεως είναι πολύ σπουδαιότερα και ιερώτερα αφ' ό,τι είναι οιονδήποτε άλλο εθνικόν μνημείον εις οιονδήποτε άλλον ναόν. Είναι το εξωτερικόν και ορατόν μνημείον της εθνικής υπάρξεως και αναγεννήσεως... Δεν υπάρχει παράδειγμα εν τω κόσμ όλω ενός έθνους διατηρούντος, ουχί δια κατακτήσεως αλλά δια προσφάτου αγοράς από δυνάστην, τα εθνικά σύμβολα άλλου έθνους. Εάν ο πρέσβυς μας είχεν αγοράση από τον Βίσμαρκ, ότε οι Γερμανοί ήσαν εν Παρισίοις, τους εν Αγίω Διονυσίω τάφους των βασιλέων, τον τάφον του Ναπολέοντος... Πιστεύω ότι κάπως θα ωμιλείτο παραπάνω το πράγμα και ίσως ο κ. Νώουλς δεν θα είχεν όρεξιν να τραγουδή το «Βασίλευε Βρεττανία» επί τόνου τόσον προκλητικού.
Ιδού τι φρονεί περί της ασφαλείας ης απολαύσουσι τα Ελγίνεια μάρμαρα εν Αθήναις:
Η Ακρόπολις είναι άριστα προφυλαγμένη. Δεν είναι ολιγώτερον ασφαλής του Βρετανικού Μουσείου. «Αι Αθήναι την σήμερον είναι καλλιτεχνική σχολή όλων των εθνών, και αφ' ότου ηνεώχθη ο σιδηροδρομος Θεσσαλονίκης - Κωνσταντινουπόλεως έχουσιν όσους επισκέπτας και η Βενετία ή η Φλωρεντία. Είναι επίσης πλησίον της Ευρώπης της κειμένης προς νότον ή προς ανατολάς του Μονάχου όσον και το Λονδίνον. Η ιδέα την οποίαν φαίνεται ότι έχη ο κ. Νώουλς περί των Αθηνών ως μέρος τι απώτατον και άγριον, ομοιάζον το Βαγδάτιον όπου Αλβανοί και μεθυσμένοι ναύται κτυπώνται, όπου οι δρόμοι είναι είδος Πέττικοτ Λαίων και Ουαϊτσάπελ, και όπου κάποτε φθάνει εις μιλόρδος μετά του δραγομάνου του και των σκηνών του, πηγάζει από τα ταξείδια της ενότητός του. Ας ερωτήση κανένα όστις ήτο εκεί τελευταίως και θα απορήση να μάθη ότι αι Αθήναι είναι τώρα μια πόλις επίσης πολιτισμένη, τακτική, ανεπτυγμένη και πλήρης ευφυών επισκεπτών, όσον οιαδήποτε πόλις της Γερμανίας, Ιταλίας ή Γαλλίας. Ως κέντρον αρχαιολογικών σπουδών... αι Αθήναι είναι σχολή πολύ σπουδαιότερα του Λονδίνου».
Εις τας αυθαδείας του κ. Νώουλς περί του Ελληνικού έθνους απαντά ο κ. Χάρισον δια των εξής:
«Αναμφιβόλως οι φανατικοί φιλέλληνες εξέφρασαν ποτέ πολλάς ανοησίας, αλλ' η Ελλάς είναι τώρα ανεγνωρισμένον και ανεξάρτητον έθνος της Ευρώπης. Εάν δε την συγκρίνωμεν προς την Πορτογαλίαν, την Βραζιλίαν, ακόμη και την Τουρκίαν και την Ρωσσίαν, η ευφυία, το βάσιμον και η πρόοδός της ουδόλως είναι άξια περιφρονήσεως... Το Ελληνικό έθνος είναι νέον. Αι δυσκολίαι του είναι μεγάλαι, και η πολιτική του είναι άστατος, ως είναι η πολιτική μεγαλυτέρων εθνών άτινα έτυχον μικροτέρας πείρας. Με όλα ταύτα όμως το να προσφερθώμεθα προς το ελληνικόν έθνος ως προς άτακτα παιδιά τα οποία πρέπει να προσέχωμεν να μην κάμουν ανοησίας ή να μη χαλνούν τα πράγματα, να λέγωμεν ότι δεν δυνάμεθα να τους εμπιστευθώμεν τα ίδια των εθνικά μνημεία, να λέγωμεν ότι ήθελαν τα πωλήση εις την Αμερικήν είναι παράδειγμα βλακώδες και πρόστυχον της αυθαδείας των Τζων Μπουλ».
Εν άλλω μέρει του άρθρου του ο κ. Χάρισσον παρατηρεί μετ' ευχαριστήσεως ότι πολλοί σπουδαίοι άνδρες και σπουδαία φύλλα ενέκριναν την πρότασίν του.
«Η Σημαία» ήτο η πρώτη σπεύσασα εν κυρίω άρθρω να εγκρίνη την πρότασιν και τον άρθρον έκαμεν εντύπωσιν εν Ελλάδι... Υπήρξαν... οι υποστηρίξαντες εκάστην λέξιν μου. Αριστον άρθρον εμφορούμενον υπό του αυτού πνεύματος εφάνη εν τω Daily Graphic, και διάφορα άλλα φύλλα, εν τε Αγγλία και εν τη αλλοδαπή, ενέκριναν την έκκλησίν μου. κ. Ξάου - Λεφέβρ, εν πολυτιμω άρθρω επί της σημερινής Ελλάδος, προσετέθη εις την αυτήν πολιτικήν, και πιστεύω ότι υποστηρίζεται εν αυτή και υπό άλλων μελών της Βουλής... Δύο εντιμότατοι και σπουδαίοι πολιτικοί σύλλογοι, άνευ κομματικής αποχρώσεως απευθύνθησαν προς εμέ με τον σκοπόν να ενεργήσωμεν διάβημα τι εν τη Βουλή ή αλλαχού. 
Παρά τας διαβεβαιώσεις ταύτας, δεν πιστεύω η Ελλάς να έχη πολλήν τύχην να επανίδη τας ωραίας γλυφάς του Παρθενώνος. Το κόμμα το οποίον εναντιούται εις την απόδοσιν των Ελγινείων μαρμάρων είναι πολυάριθμον. Οσοι θέτουσι τον εγωισμόν υπεράνω της γενναιότητος ανήκουσι εις το κόμμα εκείνο - οι δε τοιούτοι άνθρωποι είναι πολλοί και εν Αγγλία, ως δυστυχώς είναι πολλοί πανταχού».
Οπως και αν έχη - είτε επιτύχη ο αγών περί αποδόσεως των Ελγινείων μαρμάρων είτε αποτύχη - εις τον Φρειδερίκον Χάρισσον οφείλεται ευγνωμοσύνη και τιμή, ου μόνον εκ μέρους των Ελλήνων, αλλά και εκ μέρους πάντων των ανεπτυγμένων ανθρώπων ως ο προσήκων μισθός των θαρραλέως τα ορθά λεγόντων.
Εφ. «Εθνική»
έτος Β' αριθμ. 117
Εν Αθήναις Δευτέρα 
29 Απριλίου 1891
Κωνσταντίνος Π. Καβάφης