Αυστραλιανό Ινστιτούτο Μακεδονικών Σπουδών: Η «ΣΥΜΦΩΝΙΑ ΤΩΝ ΠΡΕΣΠΩΝ» ΩΣ ΠΡΑΞΗ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΑΝΑΓΝΩΡΙΣΗΣ ΔΗΜΙΟΥΡΓΕΙ ΔΙΧΟΣΤΑΣΙΑ ΜΕΤΑΞΥ ΕΛΛΑΔΑΣ ΚΑΙ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΔΙΑΣΠΟΡΑΣ
1.0 Οι ιστορικές προϋποθέσεις
Βασικό ιστορικό, πολιτικό και ανθρωπολογικό επιχείρημα είναι ότι δεν λειτούργησε ποτέ αναγνωρισμένο έθνος, κράτος με το όνομα Μακεδονία. Η ιστορική Μακεδονία υπήρξε αναπόσπαστο κομμάτι του ελληνικού έθνους, της ελληνικής ιστορίας και πολιτισμού και βασικός πυλώνας εξάπλωσης του Χριστιανισμού. Ως ιστορική συνέπεια της μακεδονικής κατάκτησης ο ελληνικός πολιτισμός, γλώσσα και ιδεολογία αποτέλεσαν κτήμα των εθνοτήτων της Ευρώπης, Ασίας και Αφρικής, «ομογενοποίησαν» γλωσσικά την ελληνιστική αυτοκρατορία, εμπλούτισαν τους κατά τόπους πολιτισμούς, συμπεριλαμβανομένου και του Αραβικού, και επέτρεψαν τη διάχυση και προβολή του Χριστιανισμού.
Στα τέλη του 2ου αιώνα π.Χ ως αποτέλεσμα της ρωμαϊκής κατάκτησης ο γεωγραφικός χώρος της ιστορικής Μακεδονίας μεταλλάσσεται γεωγραφικά, διοικητικά και πολιτικά. Η Ρωμαϊκή Μακεδονία «στήνεται» και «διευρύνεται» προς βορρά ως περιφέρεια του Ρωμαϊκού κράτους, με στόχο να απονευρώσει πολιτικά τους Μακεδόνες και τους υπόλοιπους Έλληνες, αλλά και να εξυπηρετήσει τις στρατιωτικές αλλά και πολιτικές στρατηγικές της Ρώμης. Στη Μακεδονία των Ρωμαίων έλαβαν χώρα οι μεγαλύτερες εμφύλιες μάχες τους και από τη Μακεδονία ξεκίνησε ο Κωνσταντίνος να νικήσει τους αντιπάλους του και να ενώσει τη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία.
Η Οθωμανική Μακεδονία του 15ου αιώνα με τα τρία βιλαέτια της Θεσσαλονίκης, του Μοναστηρίου και των Σκοπίων, μετατράπηκε σε χωνευτήρι αλλογενών και αλλογλώσσων μεταξύ τους πληθυσμών. Οι Οθωμανοί κατέλαβαν μια καταστρεμένη και δημογραφικά παρηκμασμένη περιοχή, ενθάρρυναν και καλλιέργησαν την εισρροή πολυπολιτιστικών και πολυγλωσσικών πληθυσμών συμπεριλαμβανομένων και των Ρωμά. Κυριάρχησε μία πολυεθνική, πολυπολιτιστική δημογραφικά επικράτεια, με πολυπρόσωπη ανθρωπολογική διάσταση και σύνθεση, ποικίλη εθνολογική μορφή και ποικίλα γλωσσικά μοτίβα.
Η Μακεδονία της Συνθήκης του Βουκουρεστίου (1913), που ακολούθησε, ήταν απόρροια των Βαλκανικών Πολέμων και το γεωπολιτικό αποτέλεσμα που επιβλήθηκε στα Βαλκάνια από τις χώρες-ηγερίες της Ευρώπης και την Ιαπωνία.
Η μετα-ιστορική και διευρημένη γεωγραφικά πλέον Μακεδονία, λειτούργησε ως ένα πολυσπερμικό και πλουραλιστικό φυλετικά και εθνοτικά διοικητικό μόρφωμα, όπου ο ελληνικός όρος «Μακεδονία» χαρακτήριζε πλέον χώρο φυλετικών και αργότερα εθνικών ανταγωνισμών και διεκδικήσεων. Η έννοια του «Μακεδόνα», λειτούργησε στην περίοδο αυτή χωρίς συγκεκριμένη εθνική συνείδηση εκ μέρους των πολυφυών, εθνοτικά, πληθυσμιακών ομάδων και αναφερόταν κυρίως στον κάτοικο της συγκεκριμένης Οθωμανικής γεωγραφικής επικράτειας. Μετά το 1870, τον όρο «Μακεδόνα» επιχείρησαν να διεκδικήσουν εθνοτικά για λογαριασμό τους οι Σέρβοι, Βούλγαροι και Έλληνες, προκαλώντας ένοπλους αγώνες.
Το δημογραφικό αυτό μωσαϊκό ήταν φυσικό να μην επιτρέψει τη διαμόρφωση των συστατικών εκείνων και των προϋποθέσεων που λειτουργούν συνεκτικά, ώστε να λειτουργήσει ένα συγκεκριμένο έθνος. Συγκεκριμένα, δεν λειτούργησε μία περιφερειακή, συγκεκριμένη και σαφώς προσδιορισμένη κοινωνική συγκρότηση ενός πληθυσμού (regional social construction)- με συγκεκριμένα και αυθεντικά ήθη, έθιμα, αρχές, παραδόσεις. Δεν λειτούρργησε συγκεκριμένη γλώσσα, παρά τις προσπάθεις των Σέρβων και των Βουλγάρων να «νομιμοποιήσουν» γλωσσικά τις ποικίλες σλαβικές ντοπιολαλιές της περιοχής, να τις προσδώσουν τυπολογικό (γραμματική και συντακτικό) και μονιστικό χαρακτήρα, σερβικό ή βουλγαρικό, για να μπορέσουν να τις εντάξουν εθνικά ως δικές τους. Δεν λειτούργησε στην Οθωμανική Μακεδονία συγκεκριμένη ιθαγένεια και δεσμοί που θα επέτρεπαν σύνδεση με προγόνους (ancestry). Δεν λειτούργησαν πληθυσμοί ως «Μακεδόνες» με συγκεκριμένη αναγωγή σε προγόνους, προγονική γη και ιστορία.
2.0 Οι πάγιες θέσεις του Αυστραλιανού Ινστιτούτου Μακεδονικών Σπουδών
Το Αυστραλιανό Ινστιτούτο Μακεδονικών Σπουδών με διαβήματα, επιστημονικές διαβουλεύσεις, συνέδρια, εκδόσεις και άρθρα του από το 1986 τάχθηκε να υπηρετήσει τα ιστορικά και πολιτιστικά δίκαια του μακεδονικού Ελληνισμού. Υποστηρίξαμε, ότι ουδείς Έλληνας θα μπορούσε να αποδεχτεί την εκχώρηση αυτούσιου του όρου «Μακεδονία» σε όνομα ενός κράτους με αλβανο-σλαβικό και βουλγαρικό κυρίως πληθυσμό, σε μία χώρα που ιδρύεται στον χώρο της μετα-ιστορικής Μακεδονίας και δεν έχει σχέση με την ιστορική Μακεδονία, την Ελλάδα, τους Έλληνες, την ιστορία και τον πολιτισμό τους.
Στα πλαίσια επίλυσης του προβλήματος που δημιουργούσε το ιδεολόγημα του «Μακεδονισμού» και της «Μεγάλης Μακεδονίας», καθώς και ο βουλγαρο-σλαβικός αλυτρωτισμός του 19ου και 20ου αιώνα, και προκειμένου να ζήσουν οι δύο λαοί φιλικά, δημιουργικά και ειρηνικά, καθώς και οι πολίτες τους στη Διασπορά, για να χρεωκοπήσει η μονοσήμαντη χρήση του ονόματος «Μακεδονία», «μακεδονική γλώσσα» και «Μακεδόνας» από τους κατοίκους της ΦΥΡΟΜ, προκειμένου να μην αποκλειστούν πλήρως από τον γεωγραφικό χώρο της Μακεδονίας όλοι αυτοί οι αλλογενείς που γεννήθηκαν και συγκατοίκησαν εδώ και 1300 χρόνια στην περιοχή της μετα-ιστορικής Μακεδονίας, αλλά και για να έχουμε υπέρ της Ελλάδος τη θετική στάση και συναίνεση των διεθνών θεσμικών οργάνων ως χώρα δικαίου αλλά και ως ηγερίας των Βαλκανίων, ταχθήκαμε υπέρ της διαπραγμάτευσης του ονοματολογικού, υπέρ μιας συβιβαστικής λύσης και υπέρ μιας ισοβαρούς διακρατικής συναίνεσης.
Από το 1992, με ειδικό μνημόνιο προς την Κυβέρνηση του αείμνηστου Κ. Μητσοτάκη και τον Αύγουστο 2018 στον κ. Ν. Κοτζιά, ταχθήκαμε υπέρ ενός έντιμου διαπραγματευτικού διάλογου προς εξεύρεση λύσης που θα ξεχώριζε τη Ελληνική Μακεδονία, την ιστορία και τον πολιτισμό της από τους Μακεδονοσλάβους της ΦΥΡΟΜ, θα διαφοροποιούσε διακριτά τους δύο λαούς, τις δύο χώρες, τις δύο γλώσσες, τα δύο έθνη και με την πάροδο του χρόνου θα απονεύρωνε τον ανταγωνισμό και τις συγκρούσεις μέσα και έξω από τα Βαλκάνια.
Με αλλεπάλληλες αναφορές μας προτείναμε σύνθετο, μονολεκτικό, αδιαίρετο όρο γεωγραφικού προσδιορισμού, με σλαβική μορφοφωνολογική απόδοση, όπου ο όρος «Μακεδονία» δεν θα εμφαίνεται ΑΥΤΟΥΣΙΟΣ, ήτοι «Μακεντοσλάβια» ΚΑΙ «Γκορναμακεντόνια» για το κράτος, όροι που δεν εμπεριείχαν αυτούσια τον όρο «Μακεδονία» και δεν μπορούσαν να «σπάσουν» το σύνθετό τους, ώστε να επανεμφανιστεί το αλυτρωτικό «Μακεδονία». Ως προς το ονοματολογικό της γλώσσας, προτείναμε τον όρο «Γκορναμακεντόνιαν» ή «Μακεντοσλάβικ», ενώ τους πολίτες τους «Γκορνομακεντόνιανς» ή «Μάκεντοσλαβς».
Παράλληλα, καταδικάσαμε συλλήβδην και τις πέντε ποικιλίες της φημολογούμενης ονοματοδοσίας του γειτονικού κράτους, που αποδίδονται στον διαμεσολαβητή Μάθου Νίμιτς, όπως εμφανίζονται σε μορφή δύο λέξεων. Καταδικάσαμε κάθε νέα πρόταση χρήσης σύνθετης ονομασίας με ιστορική, γεωγραφική ή χρονολογική έννοια («νέα», «σύγχρονη», «βόρεια» κλπ), ως εμπεριέχουσες σπέρματα αλυτρωτισμού. Ζητήσαμε το τελικό προϊόν της διαπραγμάτευσης να ισχύει έναντι όλων και για πάσα χρήση, και μόνον εφόσον:
(α) αποτάξει κάθε αλυτρωτική, επεκτατική και αποσχιστική βλέψη όχι μόνο στο έδαφος αλλά και στην ιστορία και τον πολιτισμό της Ελλάδας και των Ελλήνων,
(β) αποκαθηλώσει και καταργήσει κάθε έκφανση αλυτρωτισμού και επεκτατισμού -σχολικά βιβλία, μνημεία, ονόματα, χάρτες και ό,τι άλλο εργαλείο έχει χρησιμοποιήσει μέχρι σήμερα για να μιμούνται και να παριστάνουν δήθεν τους αρχαίους Μακεδόνες,
(γ) διασφαλιστούν εγγυήσεις ότι το τελικό προϊόν της πράξης θα είναι πάγιο και μη ανατρέψιμο από την στάση της εκάστοτε κυβέρνησης των Σκοπίων, και
(δ) προβλέπονται συγκεκριμένες κυρώσεις σε περίπτωση που η απέναντι πλευρά αθετήσει μέρος της συμφωνίας.
Το Αυστραλιανό Ινστιτούτο Μακεδονικών Σπουδών ζήτησε από την Ελληνική Κυβέρνηση:
• Να υπάρξουν κόκκινες γραμμές, ώστε η διαπραγμάτευση να μην μετατραπεί σε εθνική ήττα και διασυρθεί η εθνική αξιοπρέπεια των Ελλήνων. Το τελικό προϊόν δεν θα πρέπει να αφήνει περιθώρια καλλιέργειας αλυτρωτισμού, επεκτατισμού και απόσχισης. Ο συμβιβασμός δεν πρέπει να απελευθερώνει σπέρματα αλυτρωτισμού που με τον χρόνο μπορούν να εξελιχθούν σε θύελλα αποσταθεροποίησης τόσο μέσα στα Βαλκάνια όσο και στη Διασπορά.
• Το ότι η ΦΥΡΟΜ δεν έχει τάνκς και αεροπλάνα δεν μπορεί να αποτελέσει επιχείρημα ότι δεν κινδυνεύει η Ελλάδα από τους γείτονες αυτούς. Ο αλυτρωτισμός επωάζεται μέσα από συγκεκριμένα ονόματα, ιδεολογίες και επιτίθεται κατά ιστορικών κεκτημένων άλλων λαών. Τέτοιος είναι ο αλυτρωτισμός των Μακεδοσλάβων και με τον τρόπο αυτό εξυφαίνεται και λειτουργεί στην Αυστραλία, στον Καναδά, στις ΗΠΑ και αλλού.
• Τελικά η ελληνική διαπραγμάτευση, ύστερα από επιτυχή πίεση διεθνών οργανισμών, κατέληξε να αποδεχτεί το «Βόρεια Μακεδονία» - ούτε κάν «Severna Makedonija», όχι ως ενιαία σύνθετη λέξη, αλλά ως απλή σύνθετη όπου ο όρος «Μακεδονία» αποτελεί την ουσία του όρου.
2.0 Η αποτίμηση της Συμφωνίας των Πρεσπών
Στο ονοματολογικό, η ελληνική διπλωματία κέρδισε στα σημεία κάποιους πόντους, ωστόσο έχασε τον αγώνα. Το όνομα «Μακεδονία» προβάλλει αυτούσια και προσδιορίζεται ως «Βόρεια». Ο συμφωνηθείς όρος, παρά τις νομικές δικλίδες που διασαφηνίζουν το σλαβο-αλβανικό περιεχόμενο του λαού αυτού, είναι μόνο στα χαρτιά. Οι διευκρινίσεις δεν επικαλούνται παρά μόνον όταν υπάρχουν συγκρούσεις. Άρα, με τον όρο «Βόρεια Μακεδονία» επωάζεται και συνεχίζει να ζει η ιδεολογία των «αδελφών τους της Νότιας Μακεδονίας», του Αιγαίου και βέβαια ό,τι συνεπάγεται με την ιστορία και τον πολιτισμό της Μακεδονίας από την αρχαιότητα μέχρι σήμερα.
Στο erga omnes (έναντι πάντων) η ελληνική διπλωματία κέρδισε επίσης κάποια σημεία, αφού ταυτότητα και διαβατήριο θα αναγράφουν τη χώρα ως «Βόρεια Μακεδονία», ωστόσο κι εδώ έχασε τον αγώνα, αφού δεν θα αποκαλείται πλέον ενιαία «Σεβερναμακεντόνια», ούτε «Γκορναμακεντόνια» αλλά σκέτο Βόρεια «Μακεδονία». Αλλά και η αποδοχή καθώς επίσης και η αποστασιοποίησή τους από την αρχαία μακεδονική ιστορία και κληρονομιά, την οποία εξάλλου ανεπιτυχώς διεκδικούσαν, δεν σημαίνει λήξη του αλυτρωτισμού. Όλα αυτά είναι διατυπωμένα στο κείμενο, όχι στο όνομα. Η προς υπογραφή συμφωνία μαρτυρεί ότι ο αλυτρωτισμός τους περνάει σε μια νέα φάση, όπως θα εξηγήσουμε παρακάτω και η ελληνική Διασπορά θα πρέπει να ετοιμάζεται για νέους αγώνες.
Στα θέματα της γλώσσας και της εθνικής ταυτότητας, άσχετα αν η «συμφωνία» μιλάει για «υπηκοότητα» (citizenship) ή «ιθαγένεια», ή «εθνότητα» (ethnicity) η ελληνική διπλωματία ηττήθηκε κατά κράτος. Αναγνώρισε τη γλώσσα και την ταυτότητά τους ως αναπόσπαστο κομμάτι της «ιστορικής» τους κληρονομιάς με το 7ο άρθρο της «συμφωνίας». Το σλαβοβουλγαρικό ιδίωμα της ΦΥΡΟΜ και των πολιτών της αναγνωρίζεται για πρώτη φορά με τη βούλα του ελληνικού κράτους πλέον, «Μακεδονική γλώσσα»!! Η αποδοχή εκ μέρους της ΦΥΡΟΜ ότι η γλώσσα τους εντάσσεται στην οικογένεια των νοτιοσλαβικών γλωσσών δεν συνιστά εκ μέρους τους κάποια υποχώρηση, καθώς ουδέποτε ισχυρίστηκαν ότι η γλώσσα τους έλκει την καταγωγή της από την αρχαία μακεδονική γλώσσα.
Στο θέμα της ταυτότητας των πολιτών της προαλειφόμενης «Βόρειας Μακεδονίας» η ελληνική διπλωματία στάθηκε γενναιόδωρος ευεργέτης του «Μακεδονισμού» και του αλυτρωτισμού τους, αφού τους αποκάλεσε «Μακεδόνες» πολίτες της Βόρειας Μακεδονίας, κατά αναλογία προς το «Αμερικάνοι» πολίτες των Ηνωμένων Πολιτειών!!! Εδώ ο ελληνικός συμβιβασμός γίνεται διασυρμός, ταπείνωση και εθνικός εξευτελισμός. Πρώτοι οι Έλληνες αναγνωρίζουν, αποδέχονται και εκχωρούν «μακεδονική γλώσσα και εθνότητα» στους Μακεδονοσλάβους. Η αποδοχή ότι οι Μακεδοσλάβοι είναι πλέον «Μακεδόνες» αναιρεί τις ελληνικές επιστημονικές επιφυλάξεις 150 ετών, ευτελίζει και καταδικάζει σε χρεωκοπία όλα τα σωματεία του Μακεδονικού Ελληνισμού εντός της Ελλάδας και στη Διασπορά που αγωνίζονταν για τα ελληνικά δίκαια του χώρου.
Το θετικό για τον Ελληνισμό και τον αγώνα του που προκύπτει από τη «συμφωνία» είναι ότι οι Μακεδοσλάβοι αναγκάστηκαν για πρώτη φορά να αυτοταπεινωθούν, να αλλάξουν το όνομα της χώρας τους, να μην μπορούν να υποστηρίξουν ότι η χώρα τους είναι η μόνη «Μακεδονία», αλλά από τούδε η «Βόρεια Μακεδονία»- Αυτό δεν επιλύει όμως το πρόβλημα. Το μετατοπίζει σε μία νέα φάση αφού ο αλυτρωτισμός συνεχίζει να κυοφορείται με τη γενναιόδωρη συμμαχία της ελληνικής διπλωματίας. Παίρνει μάλιστα τεράστιες διαστάσεις αφού οι κάτοικοί της νόμιμα και με τη συναίνεση της ελλαδικής κυβέρνησης, είναι πλέον οι «Μακεδόνες» που ομιλούν τη «Μακεδονική» στο κράτος τους που προσδιοριστικά λέγεται «Μακεδονία» του Βορρά.
Η γνώση της ιστορίας των Βαλκανίων είναι χρησιμότατο γνωστικό εργαλείο, αλλά χωρίς ενδελεχή γνώση της διεθνούς πρακτικής και των ανθρωπολογικών παραμέτρων μιας σύγκρουσης και ανταγωνιστικότητας που καθορίζει το «Μακεδονικό» σε διακρατικό αλλά και σε διασπορικό επίπεδο απονευρώνει τους μηχανισμούς εξεύρεσης μίας αμοιβαίως δικαίας λύσης. Παράλληλα, κάθε προσπάθεια επιβολής μιάς συμφωνίας που χαρακτηρίζεται από οίηση του πολιτεύεσθαι και επιδεικνύει ιδεολογική τρομοκρατία και μηδενική ανοχή προς όλους όσοι «του άλλα λέγοντος»:
• αποχυμώνει το αξιόπιστο των θέσεών μας στα διεθνή φόρα,
• ενθαρρύνει τους ντόπιους αποδομητές της ελληνικής ιστορίας σε συμβιβασμούς και ενδοτισμό, ξαναγράφοντας στα σχολικά εγχειρίδια την ιστορία του Παύλου Μελά του Μακεδονικού Αγώνα, την εξέγερση του Ίλιντεν (τον βουλγαρικό αλυτρωτισμό και Μισίρκωφ), τα δεινά του μεσοπολέμου, τις ίντριγκες του Τίτο, τη σύμπραξη της ηγεσίας του Δημοκρατικού Στρατού με τους Μακεδονοσλάβους παρτιζάνους κλπ και καταπατώντας σχεδόν ισοπεδωτικά, όπως έγινε με την Τουρκία, τα ιστορικά γεγονότα.
• Επομένως, εάν η Ιστορία είναι ο δρόμος προς την αυτογνωσία, τότε η μετάλλαξη και καταπάτηση της Ιστορίας μάς φέρει ως άτομα, ως κοινωνικό σύνολο, αντιμέτωπους με τους εαυτούς μας.
• Οδηγεί σε νέες φοβερότερες συγκρούσεις μεταξύ των «μακεδονιστών» και των Ελλήνων της Διασποράς
• Μετά τις σοβαρότες μεταπολεμικές εμφύλιες συγκρούσεις που γνώρισε η ελληνική Διασπορά ως προς το Βορειοηπειρωτικό, Δωδεκανησιακό και την επταετία των συνταγματαρχών, οδηγούμαστε σε νέες και διαρκείς συγκρούσεις, προκαλώντας βαθύτατο διχασμό ανάμεσα στους Έλληνες της Διασποράς και στην Ελληνική κυβέρνηση αλλά και στους εθνικούς της αντιπροσώπους.
• Επενεργεί αρνητικά στην καλλιέργεια ελληνικής ταυτότητας σε διαγενεολογικό επίπεδο και απομακρύνει τις νέες γενιές των Ελλήνων μακριά από την Ελλάδα και τους Έλληνες.
• Οι Έλληνες της Διασποράς στερούνται πλέον τα πάγια διαπραγματευτικά επιχειρήματα που διατηρούσαν από αιώνες ως προς την ονομασία της ιθαγένειας/εθνικής ταυτότητας και της γλώσσας των Μακεδονοσλάβων ύστερα από την πράξη διεθνούς αναγνώρισης που επέβαλε η Κυβέρνηση στις Πρέσπες με την παρουσία των εκπροσώπων του ΟΗΕ, ΝΑΤΟ και ΕΕ, καθιερώνοντας σχεδόν μη ανατρέψιμη την κατάσταση.
Συπερασματικά, τονίζουμε ότι το ΑΙΜΣ στήριξε τη διαπραγμάτευση του ΟΗΕ, τάχθηκε υπέρ ενός σύνθετου μονολεκτικού όρου στη σλαβική, χωρίς την εμφάνιση της λέξης «Μακεδονία» αυτούσια. Κρίνουμε ότι η υπογραφείσα και συμμαρτυρηθείσα από τα διεθνή φόρα «συμφωνία», ενισχύει τους αλυτρωτιστές ενός μακεδονισμού που έβλαψε τόσο τους Μακεδονοσλάβους όσο και εμάς τους Μακεδόνες της Ελλάδας. Εάν η «συμφωνία» κυρωθεί αποκτά διάσταση ενός διμέτωπου ανταγωνισμού. Από τη μια ο εμφύλιος διχασμός, η διχοστασία ανάμεσα στους Έλληνες και από την άλλη ο ανταγωνισμός προς τους «άλλους», τους Μακεδονοσλάβους τους Σεβερναμακεδόνες. Από τη μιά το ενδο-ομογενειακό σχίσμα που φέρνει τους Έλληνες της Διασποράς να ανταγωνίζονται την ίδια την πατρίδα τους και τους εθνικούς εκπροσώπους στη Διασπορά, και ταυτόχρονα οι ‘Ελληνες της Διασποράς να οχυρώνονται εναντίον του αλυτρωτισμού των Μακεδοσλάβων, χωρίς να έχουν όμως αυτή τη φορά τη συναίνεση της ελληνικής Κυβέρνησης και των εθνικών αντιπροσώπων της.
Καθηγητής Αναστάσιος Τάμης
Πρόεδρος Αυστραλιανού Ινστιτούτου Μακεδονικών Σπουδών
Διευθυντής του Ινστιτούτου Ελληνικών Ερευνών Αυστραλίας
Nessun commento:
Posta un commento