ΤΑ ΚΕΛΛΙΑ ΤΗΣ ΤΗΝΟΥ

ΤΑ ΚΕΛΛΙΑ ΤΗΣ ΤΗΝΟΥ
Και στα Κελλιά με χρώματα άσπρα και ήλιο μεθούν

giovedì 26 luglio 2018

Ο χώρος, οι ρίζες, οι πληγές, οι μνήμες, οι ενοχές. Ας κρατήσουμε ενός λεπτού σιγή για τα θύματα της πύρινης λαίλαπας

Τετάρτη, 25 Ιουλίου 2018
ΑΚΑΤΑΝΟΗΤΟΣ ΧΩΡΟΣ

http://tinosontherun.blogspot.com/2018/07/blog-post.html

Ο χώρος. 
Η ανάγκη για χώρο κινεί τους πάντες. Για προσωπικό χώρο, χώρο ασφαλή, χώρο που μελλοντικά θα γίνει τόπος. 
Ο τόπος μας. 
Ο τόπος μου. 

Μέσα κει θα καλύπτω τις ανάγκες και τις προσδοκίες μου. 
Σαν πρωτόγονος, Νεάντερνταλ, πρόσφυγας, μετανάστης, το πρώτο που ψάχνω είναι ένας χώρος. 

Μια στέγη. 
Ο άστεγος δεν λέγεται ανέστιος. 
Λέγεται άστεγος

Και η στέγη στέκεται πάνω σε τοίχους που περικλείουν κάτι που μέχρι πριν ήταν κενό
Αυτός ο ερεθισμός της περιέργειας να γνωρίσουμε άλλους χώρους/τόπους έρχεται από τότε που το κάναμε αναγκαστικά, σε αγέλες, για να επιβιώσουμε. Εξερευνούσαμε τον άγνωστο χώρο/τόπο μέχρι να βρούμε τον κατάλληλο για μόνιμη κατοικία. 


Φυσικοί χώροι, σπήλαια, κουφάλες δέντρων, χώροι φτιαχτοί, καλύβες με κενά στις σανίδες, κατασκευαστικές ατέλειες από τις οποίες παρατηρούσαμε το περιβάλλον σχεδόν ασφαλείς κυρίως από την φύση την ίδια μέσα στην οποία κινούμασταν, χαραμάδες που έγιναν παράθυρα, αλαζονικές επιβεβαιώσεις της παρουσίας μας στον χώρο, πόρτες που διαβαίνουν μόνον όσοι είναι στον κύκλο εμπιστοσύνης μας, που αποκτάται μέσω μιας σειράς επαληθεύσεων που, εν μέρει, δημιουργεί αυτό που λέμε φυλή, ράτσα, γένος, είδος. 

Και μετά, ο διπλανός, ο κοντινός. 

Ο οποίος δίπλα μου, κοντά μου, εγκλωβίζει το δικό του κενό και φτιάχνει τον χώρο του. Ανάμεσα στον δικό μου και τον δικό του χώρο δημιουργείται αυτομάτως ο κοινός μας χώρος, δρόμος, πλατεία, ακάλυπτος, κήπος. 

Και γύρω από τους προσωπικούς χώρους της ομάδας/αγέλης φτιάχνεται για προστασία ένα τείχος οριοθετώντας τον οικισμό. Και ο ιστός μεγαλώνει και γίνεται χωριό, κωμόπολη, πόλη, χώρα, ύστερα τα κοινά χαρακτηριστικά συνθέτουν το έθνος, ύστερα η ανάγκη διαχείρισης γεννάει το κράτος.

Ο χώρος όμως, ό,τι κι αν κάνουμε πάνω του, παραμένει ακατανόητος για τον άνθρωπο. 

Και αυτό κυρίως γιατί αναγνωρίζει ότι μέσα σε αυτόν τον χώρο θα τελειώσει τις μέρες του, και το χειρότερο; ο χώρος θα συνεχίσει να υπάρχει και χωρίς αυτόν. 

Φροντίζει, λοιπόν, με άπλετη αλαζονεία, να καλύπτει την έλλειψη κατανόησης του φαινομένου του χώρου με το να τον καταλαμβάνει, να τον οριοθετεί και μετά να αφήνει επάνω του το σημάδι του. 

Όπως το σκυλί κατουράει τα όρια της επικράτειάς του, όπως οι γκραφιτάδες αφήνουν το όνομά τους σε όσο το δυνατόν πιο απομακρυσμένες περιοχές διεκδικώντας τες από άλλους, έτσι ο ιδιοκτήτης ενός χώρου αφήνει το αποτύπωμά του σε αυτόν, τον οικειοποιείται αφού προηγουμένως τον ιδιοποιήθηκε.

Οι χώροι που μας είναι οικείοι, κοντινοί, γνώριμοι, αναγνωρίσιμοι, μας ενώνουν. 

Ρωτάμε τους άλλους για την καταγωγή τους, αν έχουν πάει στο τάδε μέρος, αν έχουν δει το τάδε μαγαζί, αν έχουν κάνει μπάνιο στην τάδε παραλία και αν απαντήσουν θετικά, τότε ερχόμαστε πιο κοντά με κείνους. 

Για κανέναν σοβαρό λόγο, απλώς, ενωνόμαστε μέσω ενός ελάχιστου κοινού τόπου. 

Στην συνέχεια προτείνουμε παραλίες, μέρη διακοπών, μαγαζιά όπου περάσαμε καλά, προσπαθούμε να ισχυροποιήσουμε τους δεσμούς μας με αυτούς με τους οποίους έχουμε ήδη κάτι κοινό. 

Στην ουσία ταυτιζόμαστε μερικώς με τα βιώματα του άλλου και προσπαθούμε να ταυτιστούμε όσο γίνεται περισσότερο. 


Αυτή η ταύτιση δεν μπορεί να γίνει με κάποιον για οποιονδήποτε λόγο ανέστιο. Ο πρόσφυγας, ο μετανάστης, ο διωγμένος, ο εξόριστος, ακόμη και αν στον τόπο τους υποθέτουμε πως είχαν έναν χώρο δικό τους, δεν έχουν κοινά μαζί μας. 

Δεν ταυτιζόμαστε με κάποιον που φοράει φωσφοριζέ σωσίβιο και βρίσκεται μέσα σε μια βάρκα μαζί με άλλους πενήντα όταν η βάρκα βουλιάζει και πάνε όλοι χαμένοι. 

Δεν ταυτιζόμαστε με τον Σύριο ή τον Λίβυο που θρηνεί στα συντρίμμια του σπιτιού του, δεν ταυτιζόμαστε με τον Παλαιστίνιο που κλαίει πάνω από τα δολοφονημένα του παιδιά, δεν ταυτιζόμαστε με τον Αφρικανό θύμα αντίπαλης φυλής. 

Αυτό που συνήθως νιώθουμε είναι μια μακρινή, ανέξοδη συμπόνια για τον πόνο τους, μια ανάγκη να αποδώσουμε την ευθύνη όσο γίνεται πιο γρήγορα σε κάποιον, να ερμηνεύσουμε τα συμβάντα και τέλος, να ελπίσουμε, πράγμα ανώδυνο και πανεύκολο. 

Οι νεκροί της ανατολικής Αττικής στην ουσία μας φοβίζουν, και μας φοβίζουν γιατί πέθαναν κοντά μας, δίπλα μας. 

Σε χώρους αναγνωρίσιμους, σε δρόμους και διασταυρώσεις που κάποτε διασχίσαμε, σε παραλίες που κάποτε περάσαμε καλά και όπου μόνον από τύχη δεν βρισκόμασταν εκεί όταν συνέβη το κακό ή όταν βρεθήκαμε εκεί δεν συνέβη κάτι ανάλογο. 

Μας τρομάζει, επιπλέον, μας πανικοβάλει το ότι ο χώρος, ο κοινός μας χώρος, δεν υπάρχει πλέον. 

Ότι στον χώρο που βρίσκεται μέσα στον κοινωνικό ιστό, όχι σε κάποιο κορφοβούνι, όχι στην κοίτη κάποιου ποταμού, όχι στις όχθες μιας λίμνης, μέσα εκεί, σε συνθήκες παρόμοιες με αυτές που εμείς ζούμε, συνέβη αυτό.


Κολλάμε τότε στην τηλεόραση, στις εφημερίδες, απομυζούμε τις λεπτομέρειες, πασχίζουμε να μείνουμε θλιμμένοι, πασχίζουμε να μοιραστούμε λίγο από τον πόνο τους, να πάρουμε ένα ανέξοδο μερίδιο από αυτόν, να συμμετέχουμε σαν ελάχιστο χρέος στην απώλειά τους, διεκδικώντας ενδόμυχα μια ανάλογη αντιμετώπιση για την περίπτωση που. 

Και το κάνουμε αυτό για μερικές μέρες. 

Όταν παρέλθει ο χρόνος που θεωρούμε ότι τους αντιστοιχούσε, επιστρέφουμε δυνατοί και με ορμή στην καθημερινότητά μας, πιο απαιτητικοί από αυτήν, μιας και αντιληφθήκαμε μέσα από την καταστροφή κάποιου άλλου το ότι η ζωή είναι μικρή και πρέπει να την γλεντάμε, να περνάμε καλά.

Διαστροφή. 

Απόλυτη διαστροφή της νοητικής διαδικασίας που ξεκινήσαμε οι ίδιοι με λάθος τρόπο. 

Πρώτα δενόμαστε με τους παθόντες ακόμη κι αν δεν έχουμε κάποιον γνωστό που κάτι του συνέβη, ακόμη κι αν δεν έτυχε να φιλοξενηθούμε κάποτε σε κάποιο από αυτά τα σπίτια που περίμεναν για χρόνια, για δεκαετίες, με τα κλαδέματα και τα ξεχορταριάσματα μαζεμένα κάτω από ένα πεύκο, με τα ξύλα για το τζάκι σωρευμένα κολλητά στο σπίτι, με τους δρόμους που οδηγούν σε αυτά σχεδόν αδιάβατους, περίμεναν υπομονετικά να έρθει η στιγμή να καούν. 


Μετά, αντιδρούμε όπως και πριν. 


Και αμβλύνεται η αίσθηση του πόνου που διαθέτουμε απέναντι σε άλλους που εκείνη την στιγμή ζούν το δικό τους μαρτύριο. Αμβλύνεται γιατί είναι η λάθος αίσθηση. Αν πήγαζε από το σωστό σημείο της ψυχής θα είχε διάρκεια, βάθος και ουσία. Τώρα, απλώς είναι βολική, ανακουφιστική, ανέξοδη, και κυρίως, αθωωτική για εμάς τους ίδιους. 
Και ποτέ δεν αντιλαμβανόμαστε την διαστροφή.


Διαστροφή που επιβεβαιώνεται από τα παιχνίδια που παίζουμε, τις ταινίες που βλέπουμε, τα θέματα που αρεσκόμαστε να ακούμε. 

Σπίτια γκρεμίζονται, μειονότητες εκτοπίζονται, άμαχοι βομβαρδίζονται, στρατιώτες παιδιά κάποιου σκοτώνονται.
Ναι, αλλά είναι ταινία, ψεύτικη, δεν συμβαίνει στ’ αλήθεια, κι αν είναι αλήθεια έγινε κάποτε τόσο βαθειά στο παρελθόν που όσο κι αν θέλουμε δεν μπορούμε να το μεταφέρουμε εδώ, στον χώρο/τόπο μας. 

Και όταν μια παρόμοια αλήθεια έρχεται δίπλα μας με την μορφή ενός βίαιου συνήθως γεγονότος, τότε σαστίζουμε.

Ανεξαρτήτως, του ότι αν ζούσαμε στην Συρία για παράδειγμα, θα ήταν άμεσα κατανοητό στο πετσί μας. 

Η Συρία όμως, είναι ένας άλλος τόπος, που οι περισσότεροι μόνον φωτογραφίες του έχουμε δει. 

Η τηλεόραση του εκεί τόπου δίνει περισσότερο χρόνο στα εκεί συμβάντα. Η τηλεόραση του εδώ τόπου δίνει μόνον όσον οφείλει και όσος της απομένει από τα εδώ γεγονότα. Είναι, θα πει κανείς, αδύνατον κάθε μέρα να ασχολείται με την δυστυχία όλου του κόσμου, δεν θα ζούσε ο ίδιος από τον πόνο. 


Η ανάγκη για βίωση του πόνου όμως, όσο το δυνατόν πιο κοντά στα μέτρα μας, στις απαιτήσεις μας, στα μέτρα και στα σταθμά μας, στα βιώματά μας, είναι που μας κάνει να μιλάμε για αυτό το κοντινό συμβάν, να θέλουμε να λέμε κάτι, να εξηγούμε ο ένας στον άλλον τις αιτίες, να παίρνουμε το μέρος του ενός ή του άλλου. 

Ανατριχιάζουμε με το ότι κάποιος γνωστός μας πέρασε δίπλα από την καταστροφή και παρολίγο να γίνει αυτό και εκείνο. Και ανατροφοδοτούμε τους εαυτούς μας με όλο και περισσότερες πληροφορίες, εμποτιζόμαστε με το συμβάν, συντηρούμαστε και επιβεβαιωνόμαστε σαν ζωντανοί απέναντι στους άτυχους. 

Συνειδητοποιούμε την ζωή μας την ίδια σαν απουσία της δυστυχίας που βρήκε τους άλλους. 

Συνήθως γελάμε στις κηδείες, άλλοτε φανερά και άλλοτε πιο κρυφά, στις πίσω σειρές που ακολουθούν το φέρετρο, για αυτόν ακριβώς τον λόγο. 

Που η αιτία του βρίσκεται βαθειά μέσα στο ασυνείδητό μας, κρυμμένη στο εγκεφαλικό στέλεχος, στον πρωτόγονο εγκέφαλο, στην αιώνια αμυγδαλή που εξομοιώνει ένα μέρος μας με όλα τα σπονδυλωτά που κατοικούν τον πλανήτη. 

Τα ζώα αδυνατούν να κατανοήσουν τον θάνατο. 
Μπορούν μόνον να θρηνήσουν τον θανόντα. Μέχρις εκεί.


Όπως, δεν υπάρχει καμία κατανόηση για τον θάνατο στις σύγχρονες κοινωνίες. Αυτό είναι το δεύτερο. 


Τον θάνατο τον αντιμετωπίζουμε σαν συμβάν μοναδιαίο, μόνο του, αυθύπαρκτο, αυτοαιτιούμενο. Ο θάνατος έρχεται κάποια στιγμή. Και η στιγμή αυτή είναι μέσα στον χρόνο. 

Που για να συνειδητοποιήσουμε τον χρόνο θα πρέπει να περάσουμε από τον κρανίου τόπο, τον χώρο όπου θα αντιμετωπίσουμε την καταστροφή και σαν μέγεθος απολεσθέντος χρόνου. 

Του χρόνου που χρειάστηκε για να δημιουργηθούν όλα αυτά που πλέον δεν υπάρχουν, και του χρόνου που θα χρειαστεί για να ξαναγίνουν. 

Να ξαναγίνουν, για εμάς που δεν μας άγγιξε η καταστροφή, κυρίως για να πάψει να υπάρχει η εικόνα που θα μας θυμίζει την καταστροφή. Να επουλωθεί όχι η πληγή, αλλά η μνήμη, όχι ο τρόπος, αλλά ο χώρος. 

Να πλησιάσει, όσο είναι δυνατόν, ο χρόνος θλίψης που θεωρούμε ότι τους ανήκει στον χρόνο ανάπλασης του χώρου. Όσο είναι εφικτό οι δύο χρόνοι να προσεγγίσουν, όσο γίνεται να μικρύνει το μεταξύ τους διάστημα, να συμπέσουν ει δυνατόν. 

Αλλά δεν είναι δυνατόν, αυτό το ξέρουμε καλά. Μέχρι τότε θα αποφεύγουμε να περνάμε από εκεί. 

Ή, αν περνάμε από εκεί θα πρέπει οπωσδήποτε να καταλήγουμε σε συμπεράσματα, να αποδίδουμε ευθύνες, να εξάγουμε διδαχές. Γιατί αν μένουμε άφωνοι υπάρχει ο κίνδυνος να φανεί η πραγματική μας φύση απέναντι στην ουσία των όσων αντικρίζουμε. 

Ένοχοι μέχρι το κόκαλο. 


Ένοχοι που δεν έχουμε τον τρόπο να μπούμε μέσα στον εαυτό μας και να αντικρίσουμε το τέρας που κρύβεται εκεί πέρα και που είναι ένα αξιοπρόσεκτο κομμάτι από αυτό που είμαστε εμείς οι ίδιοι, που όση ώρα θα το κοιτάμε εκείνο θα συνεχίζει να τρώει, να καταναλώνει ψυχή, σάρκα, ιδέες, στάσεις, συμπεριφορές, αδιάφορο και ατάραχο στην παρουσία μας, σίγουρο πως αποκλείεται ποτέ να του κάνουμε κακό εφ’ όσον πρόκειται για τον εαυτό μας τον ίδιο. 

Σκέφτομαι πως αν υπήρχε ένα μαγικός μηχανισμός ανάπλασης πληγέντων περιοχών στον λιγότερο δυνατόν χρόνο θα γινόμασταν ακόμη χειρότεροι άνθρωποι, θα μπορούσαμε να ζούμε εντελώς έξω από τις συνέπειες των πράξεών μας. 

Φανταστείτε έναν χώρο όπου ό,τι καταστρεφόταν θα μπορούσε να επανέρχεται στην προηγούμενη κατάστασή του σύντομα. Ότι το Μάτι, η Κινέτα, η Νέα Μάκρη σε δύο μήνες μέσα, σε έναν μήνα μέσα, σε μια εβδομάδα μέσα θα ήταν όπως και πριν. 

Σαν να μην χάθηκε τίποτε εκτός από τις ζωές. Θα έβλεπες τότε μνημεία θανόντων, σημαίες και αγήματα και εξέχουσες φυσιογνωμίες να αποδίδουν τον χρόνο τους, τίποτε άλλο, τον χρόνο τους σε κάθε επέτειο της καταστροφής ευχόμενοι και υποσχόμενοι πως δεν θα ξανασυμβεί, τουλάχιστον εδώ, σε αυτόν τον χώρο, κάτι παρόμοιο. 

Αυτό όμως θα γίνει και τώρα. 
Τώρα, που στην υπόλοιπη Ελλάδα υπάρχουν δεκάδες, εκατοντάδες άλλα Μάτια, Κινέτες και Νέες Μάκρες που περιμένουν να τα βρει το κακό, και που κάποια στιγμή θα τα βρει, δεν μπορεί να γίνει τίποτε γι’ αυτό πλέον.


Οι ρίζες πάνε σε πίσω δεκαετίες, όπως οι ρίζες όσων σήμερα σπέρνουμε θα φτάσουν να κάνουν το κακό τους σε μελλοντικές γενιές, σε αυτό που λέμε βάθος χρόνου, που τελικώς, αυτός ο χρόνος, δεμένος άρρηκτα με τον χώρο, αδυνατεί να μας σώσει, και αντίθετα, καταφέρνει σαν απαιτητός από τα πράγματα και τις καταστάσεις, να μας σώζει από την οριστική αποκτήνωσή μας. Έστω και χωρίς να τον κατανοούμε, παρά μόνον σαν φθορά και θάνατο.

Ας κρατήσουμε, τελικώς, όπως κάνουν και οι επίσημοι, ενός λεπτού σιγή.



Αν πιστεύουμε πως αλλάζει κάτι, ας το κάνουμε.

Αλλά, να είμαστε έτοιμοι να αντιμετωπίσουμε την σιγή που ακολουθεί μετά. 



Nessun commento:

Posta un commento