ΑΛΕΚΟΣ Ε. ΦΛΩΡΑΚΗΣ
ΤΗΝΟΣ
ΟΙ ΔΕΚΑΠΕΝΤΕ ΜΕΡΕΣ
ΤΗΣ ΛΑΜΠΡΗΣ
Ο μεγαλοβδομαδιάτικος και αναστάσιμος εθιμικός κύκλος αρχίζει ουσιαστικά από το Σάββατο του Λαζάρου. Παλαιότερα οι γυναίκες ζύμωναν αυτή τη μέρα τα «λαζαράκια», κουλούρια πλεγμένα σε κοτσίδα, που τα πήγαιναν και στην εκκλησία την Κυριακή για ευλογία. Την υποχρέωση για την επανάληψη του αρχετύπου δηλώνει το παροιμιακώς λεγόμενο «Όποιος Λάζαρο δεν πιάσει, / το ψωμί να μη χορτάσει». Τη μέρα εκείνη τα παιδιά τραγουδούσαν το Λάζαρο, που τόσο πικράθηκε απ’ όσα είδε στον Άδη ώστε μετά την έγερσή του δεν ξαναγέλασε, και οι νοικοκυρές τα φίλευαν και τους έδιναν αβγά:
–Λάζαρε, ειπέ μας τί ’δες
εις τον Άδη που επήγες;
–Είδα φόβους, είδα τρόμους,
είδα βάσανα και πόνους.
Δώστε μου να πιώ νεράκι,
να ξεπλύνω το φαρμάκι,
της καρδιάς μου, των χειλέων,
μη με ερωτάτε πλέον.
Την Κυριακή των Βαΐων η αυστηρή νηστεία της Σαρακοστής διακόπτεται με κατάλυση ιχθύος, λόγω του εορταστικού χαρακτήρα της ημέρας αλλά και εν όψει της αυστηρότερης ακόμη νηστείας που επίκειται. Συμβαίνει όμως «ο πονηρός να σηκώνει τις μέρες εκείνες φουρτούνες και να εμποδίζει την ψαριά», όπως ακριβώς και στην άλλη μεγάλη γιορτή της Σαρακοστής, τη μέρα του Ευαγγελισμού. Απ’ όπου και η παροιμία: «Του Ευαγγελισμού και των Βαγιώ / μπαίν’ ο διάολος μες στο γιαλό».
Στις εκκλησίες κρέμονται από τα καντήλια σταυροί πλεγμένοι από φύλλα φοινικιάς. Είναι ευλογία για όποιον προλάβει να πάρει έναν σταυρό απ’ αυτούς την ώρα του Ευαγγελίου, όταν ο παπάς λέει τη φράση «Έλαβον τα βαΐα των φοινίκων». Από την αρχή του Ευαγγελίου προσπαθούν όλοι να πιάσουν κατάλληλη θέση. Τα «βάγια» (κλαδάκια ελιάς) που μοιράζονται εκείνη τη μέρα στις εκκλησίες, τα καίνε στο «κάπνισμα» (ξεμάτιασμα) και τα χρησιμοποιούν ως αποτρεπτικό των δαιμόνων.
Στη Χώρα, η λειτουργία των καθολικών αρχίζει στον Σαντ-Αντόνιο, απ’ όπου όλο το εκκλησίασμα ακολουθεί λιτανευτικά τη διαδρομή έως την καθέδρα του Αγίου Νικολάου, με βάγια και κλαδιά φοινίκων στα χέρια, ψάλλοντας.
Μετά τη λειτουργία, τα παιδιά γύριζαν παλαιότερα στους δρόμους, σε μια γραμμή, κρατώντας ένα στεφάνι από βάγια και λουλούδια, που μετά τη γύρα το έριχναν στη θάλασσα, έθιμο που θυμίζει την «ειρεσιώνην» των αρχαίων στις ανοιξιάτικες γιορτές. Έκαναν μεγάλο θόρυβο με «ναργινάρες» (ροκάνες) και τραγουδούσαν:
Βάγιο, βάγιο των Βαγιώ,
τρώνε ψάρι και κολιό
και την άλλη Κυριακή
τρώνε κόκκινο αβγό,
για το πείσμα των Βραιώ
που σταυρώσαν το Χριστό.
Από τη Μεγάλη Πέμπτη αρχίζουν οι προετοιμασίες για το Πάσχα. Οι γυναίκες βάφουν τα κόκκινα αβγά. Κόκκινα αβγά έβαφαν πολλοί λαοί και στην αρχαιότητα, στις ανοιξιάτικες γιορτές, ως σύμβολο γονιμότητας και αναγέννησης της φύσης. Το έθιμο στο Χριστιανισμό συμβολίζει το αίμα του Χριστού και εκφράζει τη χαρά για την ανάστασή του. Η παράδοση λέει ότι «όταν αναστήθηκε ο Χριστός, το είπαν μιας χωριανής και δεν το πίστευε. Μόνο αν γίνουν κόκκινα τ’ αβγά που βαστώ –είπε– θα το πιστέψω. Και τα αβγά βάφτηκαν αμέσως κόκκινα!».
Τη μέρα αυτή ζυμώνουν επίσης τα κουλουράκια και τα τσουρέκια. Παλαιότερα, ετοίμαζαν ειδικά τσουρέκια για τα παιδιά, τις «βλαχούλες» για τα κορίτσια και τους «αξιωματικούς» για τα αγόρια. Απαραίτητο γλύκισμα της Λαμπρής παραμένουν οι τυρόπιτες, από ανάλατη τηνιακή μυζήθρα: τα «τσιμπητά τυροπιτάκια» ή όπως τα λένε στα Έξω Μέρη «λυχναράκια», σε φύλλο στρογγυλό και τσιμπημένο δαντελωτά με τα δάχτυλα, τα «σκεπασταράκια» και οι «σκεπαστές».
Το βράδυ, παρακολουθούν όλοι από νωρίς τα «δώδεκα ευαγγέλια», παρά το μεγάλο μήκος της ακολουθίας: «Μεγάλη Πέμπτη, ποιος δύναται να στέκει!».
Το πένθος των ημερών φτάνει στο αποκορύφωμά του τη Μεγάλη Παρασκευή. Οι άνθρωποι προσπαθούν να συμμεριστούν το πάθος του Θεανθρώπου: «Τη Μεγάλη Παρασκευή δεν πρέπει να ζυμώσεις ούτε να μαγειρέψεις. Μόνο φακές κάνει να μαγειρέψεις αποβραδίς, που ’χουν γλυκάδι (ξίδι). Πρέπει να φας γλυκάδι κείνη τη μέρα, γιατί δώκαν του Χριστού, και μαρούλι ή πικρά χόρτα».
Παλαιότερα, έψελναν οι γριές για την ψυχή τους το «Μοιριολόι της Παναγίας», πολύστιχο ποίημα σε αργό, βυζαντινό μέλος, που αναφέρεται στη σταύρωση του Κυρίου και στο θρήνο της μητέρας του. Στους ναούς των καθολικών τελείται και σήμερα το μεσαιωνικό έθιμο των «Μυστηρίων του Πάθους» ή τα κοινώς λεγόμενα «καντράκια». Είκοσι εννέα εργαλεία και αντικείμενα σχετιζόμενα με το πάθος του Χριστού, ζωγραφισμένα σε ξύλο ή χαρτόνι (καντράκια), υψώνονται διαδοχικά στο μέσον της εκκλησίας κρατημένα από παιδιά, ενώ παράλληλα ψάλλονται ομοιοκατάληκτα τετράστιχα σε λαϊκή γλώσσα. Προηγούνται ανάλογα ποιήματα, επίσης στο τοπικό ιδίωμα, ο «Θρήνος του Εσταυρωμένου» και ο «Θρήνος της Παναγίας της Πονεμένης».
Οι ενορίες και τα χωριά συναγωνίζονται για τον καλύτερο επιτάφιο. Τον στολίζουν λεύτερα κορίτσια με «μαντιές» (βιολέτες) και πρασινάδες –σήμερα πλέον με λουλούδια του ανθοπωλείου. Το βράδυ, στη «γύρα», ο κόσμος ακολουθεί με αναμμένα κεριά. Υπάρχει η πίστη ότι όσο δυνατό αέρα κι αν έχει, την ώρα της περιφοράς θα πέσει για να μην τα σβήσει. Στα κατώφλια και στις αυλές των σπιτιών οι γυναίκες θυμιάζουν και πετούν λουλούδια. Πάνω στις πεζούλες ανάβουν κεριά, το ένα δίπλα στο άλλο, και, παλαιότερα, μεγάλες φωτιές με μπάλες από το υλικό που μένει κάτω-κάτω στα βαρέλια του κρασιού.
Στη Χώρα, «τα επιτάφια» των τεσσάρων ενοριών και της Παναγίας συγκεντρώνονται στην παραλιακή πλατεία, όπου γίνεται κοινή δέηση. Προπορεύεται η φιλαρμονική του Ιερού Ιδρύματος της Ευαγγελίστριας. Ύστερα, κάθε επιτάφιος συνεχίζει τη γύρα του στις γειτονιές της ενορίας. Τις τελευταίες δεκαετίες έχει καθιερωθεί, ο επιτάφιος του Αγίου Νικολάου-Αγίου Ελευθερίου να φτάνει έως την παραλία Καλάμια και να μπαίνει στη θάλασσα, μαζί με τον ιερέα, τους ψάλτες και τα παιδιά που κρατούν τα φαναράκια και τα εξαπτέρυγα. Εκεί, μέσα στο νερό, γίνεται δέηση για τους «εν ναυαγίω πνιγέντας» και αιτείται η προστασία των πλεόντων από τον προστάτη τους Άγιο Νικόλαο. Η γύρα περνά και από το νεκροταφείο, φωτισμένο από τα καντήλια όλων των τάφων, όπου αναπέμπεται δέηση για τους κεκοιμημένους. Επιτάφιος περιφέρεται και από την καθολική ενορία, όμοιος με εκείνους των ορθοδόξων ενοριών. Μετά το τέλος της ακολουθίας, γυναίκες αλλά και άντρες και παιδιά ξεκινούν νύχτα, κρατώντας φαναράκια, και «ανάβουν τα ξωκλήσια», δηλαδή τα καντήλια των ξωκλησιών, με το φως του επιταφίου.
Προάγγελος της πασχαλινής γιορτής είναι η «πρώτη Ανάσταση», το πρωί του Μεγάλου Σαββάτου, η κάθοδος δηλαδή του Χριστού στον Άδη για να κηρύξει τη σωτηρία στους εκεί νεκρούς. Την ώρα που ο παπάς ψάλλει θριαμβικά το «Ανάστα ο Θεός, κρίνον την γην», σκορπίζει λεμονόφυλλα. Όποιος πιάσει λεμονόφυλλο πριν πέσει στο δάπεδο, το βάζει στο πορτοφόλι του «για να ’χει πάντα λεφτά». Αν το πιάσει κοπέλα λεύτερη «θα παντρευτεί στο χρόνο». Από τα πεσμένα κάτω λεμονόφυλλα βάζουν στο σκρίνιο, «για να μην τρώει τα ρούχα ο σκόρος».
Τη μέρα αυτή ολοκληρώνονται οι προετοιμασίες για το Πάσχα και ετοιμάζονται τα βραδινά φαγητά, η παραδοσιακή μοσχαρίσια σούπα ή –πιο πρόσφατα– η μαγειρίτσα. Στα χωριά, όσοι έχουν ακόμη δικά τους ζώα, σφάζουν το πασχαλινό αρνί μπροστά στο κατώφλι, για το λαμπριάτικο ψητό στο φούρνο. Με το αίμα του κάνουν έναν σταυρό μέσ’ από την πόρτα, «για το γούρι του σπιτιού», πράξη που υπενθυμίζει το πρόβατο της σφαγής των Εβραίων από το βιβλίο της Εξόδου.
Τη νύχτα της Αναστάσεως όλοι πηγαίνουν στην εκκλησία ντυμένοι στα γιορτινά τους και με τις λαμπάδες τους. Αρκετοί παίρνουν μαζί τους αβγά και τυροπιτάκια «για να λειτουργηθούν». Στην Παναγία και σε μερικές ενορίες μοιράζονται σε όλους κόκκινα αβγά με έξοδα της Επιτροπής. Τα κορίτσια που θα ανάψουν τη λαμπάδα τους κατευθείαν από το κερί του παπά, πιστεύεται ότι θα παντρευτούν στο χρόνο. Μόλις ακουστεί το «Χριστός Ανέστη», οι καμπάνες σημαίνουν πανηγυρικά, ανταλλάσσονται φιλήματα και ευχές. Δημιουργείται πανδαιμόνιο: κροτίδες, «τρίγωνα», «μάσκουλα». Παλαιότερα, αλλά και σήμερα ακόμη σε μερικά χωριά, «ρίχναν και τριμπονιές» με όπλα εμπροσθογεμή, τα τριμπόνια. Το έθιμο των εκκωφαντικών θορύβων, εκτός από την πρωτογενή του έννοια, να τρομάξει και να αποπέμψει τις δαιμονικές δυνάμεις, εκφράζει τον ενθουσιασμό και την ευφορία των χριστιανών για τη νίκη του Χριστού αλλά και την ψυχολογική εκτόνωση μετά την πένθιμη περίοδο της Μεγαλοβδομάδας.
Το αναστάσιμο φως είναι άγιο. Προσέχουν να το φέρουν στο σπίτι χωρίς να σβήσει και κάνουν μ’ αυτό έναν σταυρό στο ανώφλι. Ανάβουν ύστερα το καντήλι, προσπαθώντας να το διατηρήσουν όσο πιο πολύ μπορούν. Στο τραπέζι που ακολουθεί, το πρώτο πράγμα που βάζουν στο στόμα τους είναι ένα κόκκινο αβγό, λέγοντας: «Με τ’ αβγό σ’ έκλεισα (την τελευταία Κυριακή της Αποκριάς), με τ’ αβγό σ’ ανοίγω». Το τσούγκρισμα των αβγών, εκτός των άλλων, εμπεριέχει ανταγωνιστικό χαρακτήρα για την ανάδειξη του νικητή (του πιο γερού, του πιο τυχερού) και υποδηλώνει τη νίκη της εαρινής βλάστησης επί του χειμώνα.
Ανήμερα της Λαμπρής γίνονται γλέντια. Στα καθολικά χωριά έκαναν παλαιότερα έναν αχυρένιο άνθρωπο, τον Ιούδα, τον έφτυναν, τον έβριζαν και τον φώναζαν «Προδότη!». Ύστερα τον κρεμούσαν σ’ ένα δέντρο και τον έκαιγαν. Είναι το πανελληνίως γνωστό εθιμικό δρώμενο, το «κάψιμο του Ιούδα», που εδώ έπαιρνε μερικές φορές χαρακτήρα πλησιέστερο προς τη διαπόμπευση του λαϊκού δικαίου, όταν, αντί για αχυρένιο ομοίωμα, υποδυόταν τον Ιούδα ένας χωρικός. Διαλεγμένος με κλήρο, ήταν αναγκασμένος να περάσει μέσ’ από τους δρόμους του χωριού και να δεχτεί το ξύλο, τις βρισιές και τα φτυσίματα των συγχωριανών του.
Το απόγευμα γίνεται ο εσπερινός της Αγάπης. Η «ανάσταση» (εικόνα της Αναστάσεως σε κοντάρι, με στεφάνι από λουλούδια γύρω της) λιτανεύεται στους δρόμους. Υπήρχε έντονος συναγωνισμός ανάμεσα σε κοντινά ή αντικρινά χωριά, για το ποιο θα ρίξει τις περισσότερες τριμπονιές, «σκεπάζοντας» το άλλο. Όπου υπάρχουν περισσότερες ενορίες (Χώρα, Πύργος), οι αναστάσεις βγαίνουν σε κοινή γύρα. Μετά τον εσπερινό, ο κόσμος κάνει βόλτα φορώντας τα γιορτινά του και συνεχίζει το γλέντι. Στην περιοχή του Πανόρμου, έως τη δεκαετία του 1960, έστηναν κούνιες για τις κοπέλες. Τη μία μετά την άλλη τις κουνούσαν τα παλικάρια, ταιριάζοντας δίστιχα για να τις παινέσουν, να τους εκφράσουν την αγάπη τους ή να τους παραπονεθούν. Το έθιμο υπενθυμίζει τις αρχαιοελληνικές «αιώρες» των Αθηναίων παρθένων στη γιορτή των Ανθεστηρίων. Διαρκούσε όλη την πασχαλινή περίοδο. Μαζί άρχιζαν και οι κυριακάτικοι χοροί στην πλατεία.
Όλη η εβδομάδα της Λαμπρής (η Διακαινήσιμος) λογίζεται σαν μια ημέρα. Αξιοσημείωτο έθιμο είναι τα «τραπέζια της αγάπης», όπου οι χωριανοί έχουν την ευκαιρία να συμφάγουν και να συνεορτάσουν. Στον Κτικάδο, η αγάπη τελείται τη Δευτέρα του Πάσχα. Στον υπόγειο επιβλητικό χώρο, κάτω από την αυλή της Μεγαλομάτας, στρώνεται ένα στενόμακρο πέτρινο τραπέζι, όπου παρακάθεται το σύνολο των ορθοδόξων του χωριού. Μοσχάρι σούπα, μαγειρεμένο σε καζάνια στο παρακείμενο τζάκι, είναι το παραδοσιακό φαγητό που συμπληρώνεται και από άλλα εδέσματα. Μοιράζονται άσπρα κεριά που τα ανάβουν από τη λαμπάδα του παπά, καθώς εκείνος ψάλλει το «Δεύτε λάβετε φως», ψάλλουν όλοι μαζί το Χριστός Ανέστη, συγχωρούν ο ένας τον άλλον και οι μαλωμένοι συμφιλιώνονται. Είναι το «τραπέζι της αδελφοσύνης». Ύστερα ο παπάς μνημονεύει τους νεκρούς, τους ενταφιασμένους στο χωριό από το 1746 μέχρι σήμερα. Νεκρούς, οι οποίοι παρευρίσκονται και συνεορτάζουν, αφού δίπλα, σε συνεχόμενο χώρο, είναι το οστεοφυλάκιο. Συμπαρουσία στρατευόμενης και θριαμβεύουσας Εκκλησίας.
Αγάπη τελείται την ίδια μέρα και στην Καρδιανή. Μετά τη θεία Λειτουργία, ανταλλάσσεται ασπασμός αγάπης στην αυλή της εκκλησίας, χωριστά από τους άντρες και χωριστά από τις γυναίκες,. Εδώ, το κυρίαρχο έδεσμα είναι η χοντρή «φουρτάλια» (ομελέτα), καμωμένη από πολλά-πολλά αβγά που τα προσφέρουν οι χωριανοί.
Αγάπες γίνονται και στα καθολικά χωριά, μοιρασμένες σε όλες τις μέρες της Λαμπροβδομάδας. Σχεδόν κάθε χωριό έχει το δικό του ξωκλήσι όπου «μαραντίζει». Οι χωριανοί φέρνουν μαζί τους φαγητά και, μετά τη Λειτουργία, συντρώγουν στις κάμαρες ή στο ύπαιθρο. Φαγητά προσφέρονται και από τους τοπικούς συλλόγους, ενώ σε ορισμένες περιπτώσεις σουβλίζονται αρνιά (Βωλάξ, Καλλονή) και κληρώνονται λαχνοί με αρνάκια, κατσικάκια και διάφορα δώρα. Όπου καλούνται τα όργανα ακολουθεί χορός.
Την Κυριακή του Θωμά πανηγυρίζει στα Υστέρνια η Παναγία η Λακκωτιανή. Στο πανηγύρι σφάζουν για όλο τον κόσμο ταμένα ζώα, αφού η Λακκωτιανή, μεταξύ των άλλων, βοηθεί στην ανεύρεσή τους. Το φαγητό που προσφέρεται είναι παραδοσιακά καθορισμένο: κρέας και σούπα. Οι επίτροποι γυρίζουν στα σπίτια του χωριού και μαζεύουν αβγά για το αβγολέμονο και κόκκινα. Κρατούν μεγάλα καλάθια και φωνάζουν: «Το αβγό της Παναγίας!». Τη σούπα τη μαγειρεύουν γυναίκες του χωριού, στις κάμαρες δίπλα στην εκκλησία, σε μεγάλα καζάνια και την ταράζουν με μακριές ξύλινες κουτάλες. Σερβίρεται σε πήλινες γαβάθες. Μετά τη Λειτουργία και την περιφορά, όλοι προσκυνούν την εικόνα στον περίβολο της εκκλησίας και ακολουθεί το τραπέζι της αγάπης στα μακρόστενα πέτρινα τραπέζια της αυλής.
Το ιδιαίτερο στοιχείο στην αγάπη της Λακκωτιανής είναι οι «ροδαριές», λουλούδια στο πιρούνι μαζί με μεζεδάκια, τυροπιτάκια, κόκκινα αβγά, καθώς και σημειώματα με ευχές και στιχάκια. Ροδαριές στέλνει ο πατέρας στο γιο, το παιδί στους γονιούς του, ο φίλος στο φίλο, τα παλικάρια στις αγαπημένες τους. Κάθε λουλούδι, ανάλογα με το είδος και το χρώμα του, παίρνει ειδική σημασία. Ακόμη και αγκάθια στέλνουν για τη σκληρόκαρδη.
Η προσφορά της ροδαριάς δεν είναι βέβαια άσχετη με τη χαρά και τη λανθάνουσα λατρεία για την αναβλάστηση της γης, αλλά και με τη μαγική δύναμη της πρασινάδας και των λουλουδιών να μεταδίδουν στους ανθρώπους, με τη θαλερότητά τους, υγεία και ομορφιά. Ήδη άλλωστε ο χειμώνας, όπως και ο θάνατος, έχει νικηθεί. Η ανοιξιάτικη ευωδία συμβαδίζει με την αναστάσιμη ευωχία, πνευματική και υλική. Παντού κυριαρχεί η χαρά που σκορπά το γλυκύτατο μήνυμα:
–Χριστός Ανέστη!
Ευχές για διηνεκή αναστάσιμη χαρά, πεπληρωμένη στις καρδιές σας! Αλέκος Φλωράκης
Ευχές για διηνεκή αναστάσιμη χαρά, πεπληρωμένη στις καρδιές σας! Αλέκος Φλωράκης
Nessun commento:
Posta un commento