1821-2021
200 χρόνια από την Επανάσταση του 1821
Το Εικοσιένα υπήρξε ένα κομβικό σημείο στην ιστορία του διαχρονικού Ελληνισμού αλλά και της ιστορίας της σύγχρονης Ευρώπης.
Η επέτειος των 200 χρόνων από την Επανάσταση του 1821 προσφέρει μία ευκαιρία αναστοχασμού για το παρόν και κυρίως για το μέλλον της χώρας μας.
Η επέτειος των 200 χρόνων από την Επανάσταση του 1821 προσφέρει μία ευκαιρία αναστοχασμού για το παρόν και κυρίως για το μέλλον της χώρας μας.
Ο ΚΕΛΛΙΑΝΟΣ φιλοξενεί μια νέα προσέγγιση του Εικοσιένα και ένα ψηφιακό αρχείο ανοιχτό και προσβάσιμο σε όλους.
Η δημοσίευση αυτή σε συνέχειες του Γιάννη Κορίνθιου βασίζεται σε ανεκμετάλλευτα αρχεία και τεκμήρια που παρατίθενται ψηφιακά για πρώτη φορά στον ιστότοπο ΚΕΛΛΙΑΝΟΣ, προκειμένου να εμπλουτιστεί και διευρυνθεί η ιστορική έρευνα και ο επιστημονικά δημόσιος λόγος για το 1821 ενόψει της μεγάλης επετείου του 2021.
Η δημοσίευση αυτή σε συνέχειες του Γιάννη Κορίνθιου βασίζεται σε ανεκμετάλλευτα αρχεία και τεκμήρια που παρατίθενται ψηφιακά για πρώτη φορά στον ιστότοπο ΚΕΛΛΙΑΝΟΣ, προκειμένου να εμπλουτιστεί και διευρυνθεί η ιστορική έρευνα και ο επιστημονικά δημόσιος λόγος για το 1821 ενόψει της μεγάλης επετείου του 2021.
Α Το Βασίλειο των Δύο Σικελιών και οι Μεγάλες Δυνάμεις (1820-1830)
https://kellianos.blogspot.com/2019/03/18211830-2021.html
Β Οι κυβερνήσεις του Βασιλείου των Δύο Σικελιών (1821-1830)
Γ Η κυβέρνηση του Luigi de’ Medici di Ottajano (1822-1830)
https://kellianos.blogspot.com/2019/04/18211830-2021_29.html
Δ
Οι κυβερνήσεις του Βασιλείου των Δυο Σικελιών
και η Ελληνική Προσωρινή Διοίκηση
Οι μετά το κοινοβουλευτικό εννεάμηνο του 1820/1821 κυβερνήσεις του Βασιλείου των Δύο Σικελιών, δηλαδή η προσωρινή κυβέρνηση Circello-Canosa, η μεταβατική κυβέρνηση Ruffo και η κυβέρνηση de' Medici, δεν μπόρεσαν να αναλάβουν δυναμικές πρωτοβουλίες στην εξωτερική πολιτική.
Η αυστριακή κηδεμονία και η παρουσία των ξένων πληρεξουσίων δεν επέτρεπαν την ελεύθερη άσκηση της εξουσίας και μια απρόσκοπτη εξωτερική πολιτική.
Ο de' Medici, σε ό,τι αφορούσε το ελληνικό ζήτημα, αναγκαζόταν να ακολουθεί τις εκάστοτε υποδείξεις του Μέττερνιχ και τηρούσε επιφυλακτική στάση αναμονής, επειδή γνώριζε ότι το οικονομικό συμφέρον της χώρας του απαιτούσε τη διατήρηση αρμονικών σχέσεων με τις ξένες Μεγάλες Δυνάμεις.
Τα δύο τρίτα των εισαγωγικών προϊόντων προέρχονταν από τις αγορές της Αγγλίας και της Γαλλίας και τα περισσότερα εξαγώγιμα προϊόντα του Βασιλείου απορροφούνταν από τις αγορές της Αγγλίας, της Γαλλίας και της Αυστρίας. Βλ. σχετικά A. GRAZIANI, Il commercio estero del Regno delle due Sicilie dal 1832 al 1858, “Archivio Economico dell’Unificazione Italiana”, τόμ. 10, τεύχος 1, Ρώμη 1960, σσ. 21-22. Βλ. επίσης G. ALBERTI, Economia e società nel Mezzogiorno della Restaurazione, in “Ignazio Rozzi e la storia dell’agricoltura meridionale”, Atti del Convegno (Teramo, 28/29 giugno 1970), Teramo 1971, 133-148 και A. GRAZIANI, La politica commerciale del regno delle due Sicilie, in “Atti dell’Accademia Pontaniana”, V, 1956-57, 219-238.
Η πολιτική και οικονομική εξάρτηση του Βασιλείου από τις Δυνάμεις της Ιερής Συμμαχίας ανάγκαζε τον de' Medici να ομολογεί ότι ήταν πρωθυπουργός ενός κράτους "di secondo ordine”.
Βλ. επιστολή του της 10ης Νοεμβρίου 1823 προς τον πρέσβυ του Βασιλείου στο Παρίσι, Fabrizio Ruffo principe di Castelcicala, στο ASN, Archivio Borbone, 699, 668-671.
Ο de' Medici θεωρούσε απαραίτητο να διατηρήσει η κυβέρνησή του “la più stretta neutralità, senza prender nessuna parte nelle vertenze e nelle discussioni della Porta colle Grandi Potenze”.
Bλ. επιστολή του της 20ης Δεκεμβρίου 1827 προς τον πρέσβυ του Βασιλείου στο Λονδίνο, Guglielmo Costantino Ludolf (1759-1839), στο ASN, Archivio Borbone, 697, 155-160.
Σε αυτό συμφωνούσε και ο ίδιος ο Φραγκίσκος ο 1ος: “Le Roi ne veut se mêler le moins du monde dans tout ce qui pourra regarder les Grecs, étant décidé à attendre que les Grandes Puissances aient elles mêmes arrêté un système de politique quelconque vis-à-vis des Grecs”.
Bλ. επιστολή του de' Medici με ημερομηνία 17 Φεβρουαρίου 1827 προς τον R. Church, στο άρθρο του R. MOSCATI, La questione Greca e il governo Napoletano, “Rassegna Storica del Risorgimento”, Roma 1933, σελ. 42.
Βεβαίως η κυβέρνηση της Νάπολης δεν παρέμενε απαθής θεατής των διαβουλεύσεων και ενδιαφερόταν για την ταχεία διευθέτηση του ¨ελληνικού ζητήματος¨.
Οι παρατεινόμενες εχθροπραξίες στο Αιγαίο δυσχέραιναν την ναυσιπλοΐα και την εμπορική διακίνηση και επιδείνωναν την οικονομική κρίση του Βασιλείου των Δύο Σικελιών. Οι ανταλλαγές προϊόντων με τα εμπορικά και διαμετακομιστικά κέντρα της Ανατολικής Μεσογείου παρουσίαζαν αισθητή κάμψη και η πολιτική αστάθεια στο Λεβάντε, όπου, ως γνωστόν, είχαν καταφύγει αρκετοί Νεαπολιτάνοι φιλελεύθεροι, υπέκρυπτε σοβαρούς κινδύνους για το πλησιέστατο Βασίλειο.
Ας δούμε τώρα πώς αντέδρασε η ναπολιτάνικη κυβέρνηση σε ορισμένες αποφάσεις που πήρε η ελληνική Προσωρινή Διοίκηση.
Ενδεικτικά είναι τα έγγραφα που αναφέρονται στον αποκλεισμό των υπό τουρκική κατοχή νησιών και λιμανιών.
Το Συμβούλιο του Κράτους των Δυο Σικειλιών, αποφάσισε, στη συνεδρίαση της 1ης Ιουλίου 1822, να ενημερώσει απλώς τους πλοιοκτήτες και εμπόρους για τους κινδύνους που θα διέτρεχαν αν παραβίαζαν τον αποκλεισμό που είχε κηρύξει “il Governo Rivoluzionario Greco”.
Βλ. Πρακτικά Συμβουλίου του Κράτους στο ΑSN, Segreteria Particolare del Re/Ministero degli Affari Esteri, 50 (1822-1823).
Αργότερα, με αφορμή τα μέτρα της Προσωρινής Διοίκησης για τον φορολογικό διακανονισμό των εισαγωγών και εξαγωγών, το Τακτικό Συμβούλιο του Κράτους υπέδειξε στις προξενικές αρχές του Βασιλείου να αναγνωρίζουν μόνο την εξουσία της Πύλης και να καταβάλλουν τους δασμούς μόνο όταν τους επιβάλλονταν δια της βίας από την ¨παρείσακτη και επαναστατική κυβέρνηση¨.
Βλ. Πρακτικά Συμβουλίου του Κράτους της 31ης Δεκεμβρίου 1823 στο ΑSN, Segreteria Particolare del Re/Ministero degli Affari Esteri, 51 (1823-1824). Ο δε Γενικός Πρόξενος τους Βασιλείου στη Σμύρνη επέκρινε δριμύτατα τα αυθαίρετα αυτά μέτρα ¨μιας φούχτας επαναστατών που είχαν μόλις εμφανιστεί στο πολιτικό προσκήνιο¨, θεωρώντας τα επιζήμια για την εμπορική ναυτιλία των Δύο Σικελιών.
Βλ. Πρακτικά Συμβουλίου του Κράτους της 31ης Δεκεμβρίου 1823 στο ΑSN, Segreteria Particolare del Re/Ministero degli Affari Esteri, 51 (1823-1824). Ο δε Γενικός Πρόξενος τους Βασιλείου στη Σμύρνη επέκρινε δριμύτατα τα αυθαίρετα αυτά μέτρα ¨μιας φούχτας επαναστατών που είχαν μόλις εμφανιστεί στο πολιτικό προσκήνιο¨, θεωρώντας τα επιζήμια για την εμπορική ναυτιλία των Δύο Σικελιών.
Βλ. έγγραφο αρ. 109 της 6ης Νοεμβρίου 1823 του Antonio Girardi στο ΑSN, Affari Esteri, 2987.
H κυβέρνηση της Νάπολης προτίμησε να ακολουθήσει τα χνάρια των άλλων ευρωπαϊκών κυβερνήσεων που είχαν αναγνωρίσει σιωπηρώς τον αποκλεισμό που είχε προκηρύξει η ¨επαναστατική και παρείσακτη διοίκηση¨.
Ο βασιλιάς Φερδινάνδος είχε συμμετάσχει στο συνέδριο του Laibach και γνώριζε ότι η Ρωσία, η Αυστρία και η Πρωσία είχαν συνυπογράψει μια κοινή δήλωση, σύμφωνα με την οποία όφειλαν να μεριμνούν για την καταστολή των κινημάτων που στρέφονταν κατά της καθεστηκυίας τάξεως. Ο ίδιος έλαβε μέρος και στο συνέδριο της Βερώνας, που είχε συγκληθεί για να εξετάσει το ανακύψαν ισπανικό πολιτικό ζήτημα, κατά τη διάρκεια του οποίου οι Δυνάμεις απέφυγαν επιμελώς να ασχοληθούν με το ¨ελληνικό ζήτημα¨, θεωρώντας τον Σουλτάνο ως μόνο αρμόδιο για τη λύση του εσωτερικού προβλήματος που είχε ανακύψει από την εξέγερση των Ελλήνων υπηκόων του.
Τον Φεβρουάριο του 1823, κατόπιν διαμαρτυρίας των αρχών της Μάλτας, η κυβέρνηση των Δύο Σικελιών απαγόρευσε την αποστολή όπλων και πυρομαχικών στην Ελλάδα από τα λιμάνια της Σικελίας.
Βλ. Πρακτικά Συμβουλίου του Κράτους της 13ης Φεβρουαρίου 1823 στο ΑSN, Segreteria Particolare del Re/Ministero degli Affari Esteri, 51 (1823-1824).
Το 1826 ο Φραγκίσκος ο 1ος απαγόρευσε την ναυπήγηση πολεμικών πλοίων του πασά της Αιγύπτου σε ναυπηγεία του Βασιλείου.
Βλ. Πρακτικά Συμβουλίου του Κράτους της 28ης φεβρουαρίου 1826 στο ΑSN, Segreteria Particolare del Re/Ministero degli Affari Esteri, 53 (1826).
Τον Ιανουάριο του 1828, ο πρωθυπουργός de’ Medici αρνήθηκε να εγκρίνει την πώληση ναυπηγήσιμης ξυλείας στη Ρωσία για την επισκευή των πλοίων της που είχαν υποστεί ζημιές και αβαρίες στη ναυμαχία του Ναβαρίνου, επειδή η άδεια εξαγωγής ξυλείας θα μπορούσε να θεωρηθεί “se non infrazione alla neutralità una specie di condiscendenza”
Βλ. επιστολή του Φραγκίσκου της 13ης Ιανουαρίου 1828 στο ASN, Casa Reale Amministrativa, 1661. Πρβλ. επίσης R. MOSCATI, La questione greca e il governo Napoletano, “”Rassegna Storica del Risorgimento”, Roma 1933, σσ. 43-44· ο Φραγκίσκος, μολονότι πίστευε ότι η αποδοχή του ρωσικού αιτήματος θα αναζωογονούσε το εξαγωγικό εμπόριο, εντούτοις προτίμησε να αποποιηθεί το αίτημα: “dobbiamo conservare la tanto necessaria neutralità, saψrificando anche alle volte de’parziali vantaggi ed un certo amor proprio”.
Βλ. επιστολή του Φραγκίσκου της 13ης Ιανουαρίου 1828 στο ASN, Casa Reale Amministrativa, 1661. Πρβλ. επίσης R. MOSCATI, La questione greca e il governo Napoletano, “”Rassegna Storica del Risorgimento”, Roma 1933, σσ. 43-44· ο Φραγκίσκος, μολονότι πίστευε ότι η αποδοχή του ρωσικού αιτήματος θα αναζωογονούσε το εξαγωγικό εμπόριο, εντούτοις προτίμησε να αποποιηθεί το αίτημα: “dobbiamo conservare la tanto necessaria neutralità, saψrificando anche alle volte de’parziali vantaggi ed un certo amor proprio”.
Βλ. R. MOSCATI, ό. π., σσ. 44-45, όπου επιστολή του Φραγκίσκου προς τον πρωθυπουργό de’ Medici.
Είναι φανερό ότι το βασίλειο των Δύο Σικελιών τηρούσε μια ουδέτερη, επιφυλακτική και διακριτική στάση αναμονής. Ο πρωθυπουργός καιροφυλακτούσε: “sono per il sistema di aspettare… le modificazioni, che la marcia stessa degli avvenimenti, e l’azione de’ reciproci interessi in collisione, faranno nascere spontaneamente nella situazione oltremodo complicata in cui ora trovasi l’Europa… per noi ciò che può importarci in tanto collasso sono le transazioni che sarà per produrre questo stato di cose, per l’influenza che aver potessero sulla stato nostro politico, o sul sistema nostro interno. La futura esistenza della Grecia e la forma di Governo, che le si vorrà dare e la estensione del suo territorio, entrano appunto in quella categoria…”.
Βλ. R. MOSCATI, ό. π., σ. 48.
H λύση του ελληνικού ζητήματος θα είχε οπωσδήποτε επιπτώσεις στην εσωτερική πολιτική των Δύο Σικελιών.
Το ανατολικό ζήτημα, οι συνέπειες της ναυμαχίας του Ναβαρίνου, οι συζητήσεις των Δυνάμεων για την οριοθέτηση του ανεξάρτητου ελληνικού κράτους, οι διαβουλεύσεις για το πολιτειακό σύστημα της Ελλάδος, οι ζυμώσεις που παρατηρούνταν στις τάξεις των Νεαπολιτάνων φιλελευθέρων και η πολιτική κρίση που είχε ξεσπάσει στη Γαλλία κινούσαν το εύλογο ενδιαφέρον της κυβέρνησης του de’ Medici.
Βλ. A. GENOINO, Le Sicilie al tempo di Francesco I (1777-1830), Napoli 1934, 361. Οι Νεαπολιτάνοι εξόριστοι εγκατέλειπαν το Λονδίνο και κατέβαιναν στα Επτάνησα και η Αυστρία ειδοποιούσε την κυβέρνηση de’ Medici για τους κινδύνους που διέτρεχε από την αθρόα προσέλευση των φυγάδων στα γειτονικά Επτάνησα. Βλ. ΑSN., Archivio Borbone, 697, 37-38, 41-47, 153-154 και 164-165. Πρβλ. επίσης S. PANAREO, Preoccupazioni governative e spirito pubblico nel Salento in rapporto alla guerra d’indipendenza greca, “Rinascenza Salentina”, XVIII (1940), 1, 71-92.
Ο de’ Medici, σε εμπιστευτικό έγγραφο της 20ης Δεκεμβρίου 1827 προς τον πρέσβυ Giuseppe Costantino Ludolf, υποστήριζε ότι η ναυμαχία του Ναβαρίνου θα σημείωνε την απαρχή νέων διεθνών εξελίξεων και ανακατατάξεων στον χώρο της ανατολικής Μεσογείου που θα επέσπευδαν την έκβαση του ελληνικού αγώνα: “l’affar principale che nel momento debbe servir di termometro alla politica si è quello delle conseguenze del fatto di Navarino. Le fasi e lo sviluppo del medesimo rallenteranno o restringeranno le molli, che servono di leva allo intiero nuovo sistema di politica generale e dovranno, quindi, necessariamente influire sull’interna andatura, ed economia di ciascheduno Stato in particolare. Si è, dunque, sul calcolo del rispettivo interesse di ciascheduna delle Grandi Potenze nel gran conflitto che pende, che fa d’uopo rivolgere la più seria attenzione, per riuscire a prevedere il risultato complessivo probabile di questo importante affare, e trarne, quindi, una certa regola per ciò che può riguardare il proprio interesse…”.
Ο πρέσβυς Giuseppe Costantino Ludolf (1787-1875) διετέλεσε από το 1816 έκτακτος απεσταλμένος του Βασιλείου στην Κωνσταντινούπολη, το 1821 μετατέθηκε στην Βιέννη και από το 1824 στην Πετρούπολη
Ο πρέσβυς Giuseppe Costantino Ludolf (1787-1875) διετέλεσε από το 1816 έκτακτος απεσταλμένος του Βασιλείου στην Κωνσταντινούπολη, το 1821 μετατέθηκε στην Βιέννη και από το 1824 στην Πετρούπολη
Βλ. ASN, Archivio Borbone, 1434, όπου επιστολή του de’ Medici. Με τη ναυμαχία του Ναβαρίνου “l’histoire de l’indépendance grecque dévenait un chapitre, le plus appassionant, du mouvement libéral et romantique, qui gagnait désormais toute l’Europe”· βλ. Ed. DRIAULT - M. LHERITIER, Histoire diplomatique de la Grèce de 1821 à nos jours, τ. 1, Paris 1925, σ. 384.
Η ναυμαχία του Ναυαρίνου (1827).
Ελαιογραφία του Γκαρνερέ.
Η πρόταση του Ludolf να γίνουν μυστικές επαφές, έστω και εν γνώσει των άλλων Δυνάμεων, με τις ελληνικές αρχές “col solo oggetto che i Greci possibilmente rispettino le coste del Regno vicine alla Grecia e non tentino di inquietarle sia con spedizioni predatorie, sia cooperando con i rivoluzionari esteri al loro servizio, se avessero qualche sinistro progetto” δεν έγινε δεκτή από την κυβέρνηση των Δύο Σικελιών, επειδή “una qualunque tendenza ad apertura di comunicazioni, siano dirette, siano indirette, colle Autorità Greche Attuali, sarebbe luogo a sospetti ed a diffidenze sul nostro conto”.
O Φραγκίσκος, χωρίς να είναι εχθρικά διατεθειμένος απέναντι στους Έλληνες, δεν ήθελε να έχει επαφές μαζί τους “sino a che la loro causa non sia definitivamente decisa in un modo o nell’altro dalla intersezione delle Grandi Potenze”.
Βλ. ASN, Archivio Borbone, 697, 155-160. Βλ. επίσης Gaetano CINGARI, Mezzogiorno e Risorgimento. La Restaurazione a Napoli dal 1821 al 1830, Roma-Bari 1976, 226.
H κυβέρνηση των Δύο Σικελιών δεν ενέκρινε ούτε την πρόταση του Ludolf να ευνοηθούν οι εμπορικές ανταλλαγές με το νέο κράτος: “stabilire delle relazioni commerciali … implicherebbe una ricognizione qualunque, che non conviene a Sua Maestà di fare. Quello, dunque, che praticarsi potrebbe per ora, sarebbe di lasciare una tal latitudine alle speculazioni particolari, chiudendo gli occhi su di esse; ed è questo che si fa per parte del Governo, sino però ad un certo limite, che non comprometta l’interna tranquillità, col facilitare le manovre degl’intriganti”.
Βλ. στο ASN, Archivio Borbone, 1434, επιστολή που έστειλε ο πρωθυπουργός de’ Medici στις 2 Δεκεμβρίου 1828 στον πρέσβυ Ludolf.
Στις 30 Νοεμβρίου 1829 κατέπλευσε σε λιμάνι της Σικελίας ένα εμπορικό πλοίο που έφερε ελληνική σημαία.
Οι τοπικές λιμενικές αρχές ειδοποίησαν τον κυβερνήτη του πλοίου ότι η σημαία αυτή δεν είχε ακόμη αναγνωριστεί από τον βασιλιά των Δύο Σικελιών, Φραγκίσκο τον 1ο, και του απαγόρευσαν να προσορμίσει αν δεν αντικαθιστούσε την σημαία με άλλη αναγνωρισμένη από την κυβέρνηση των Δύο Σικελιών. Με αφορμή το επεισόδιο αυτό ο Φραγκίσκος συμβούλεσε τον Γενικό Τοποτηρητή της Σικελίας να χρησιμοποιεί στο μέλλον “una certa tolleranza, ma non una formale ricognizione, riguardo alla bandiera Greca, come si pratica da altre Corti”.
Βλ. Πρακτικά Συμβουλίου του Κράτους της 13ης Δεκεμβρίου 1829 στο ASN, Segreteria Particolare del Re/Ministero degli Affari Esteri, 56 (1829).
Copyright Γιάννης Κορίνθιος
Nessun commento:
Posta un commento