Ο καθ. Κος ΙΩΑΝΝΗΣ ΧΑΣΙΩΤΗΣ,
κύριος ομιλητής της εκδήλωσης για τα 500χρονα του νεώτερου Ελληνισμού στη Νάπολη
Επιτρέψτε με, πριν αρχίσω, να ευχαριστήσω θερμά την Πρεσβεία της Ιταλίας στην Αθήνα, η οποία σε συνεργασία με τη φιλόξενη Ιταλική Αρχαιολογική Σχολή, είχαν την αξιέπαινη πρωτοβουλία να οργανώσουν την αποψινή εκδήλωση. Αποτελεί για μένα ιδιαίτερη τιμή να με επιλέξουν ως ομιλητή στην επετειακή προβολή της ιστορίας της ελληνικής παροικίας της Νεάπολης με τη συμπλήρωση μισής χιλιετίας από τη συμβολική σύστασή της. Εκτιμώ επίσης το γεγονός ότι προβάλλεται απόψε η ιστορική διαδρομή μιας όχι τόσο γνωστής ελληνικής εστίας της ιταλικής χερσονήσου (σε σχέση π.χ. με τις αντίστοιχες της Βενετίας, της Τεργέστης και του Λιβόρνου). Η προβολή αυτή οφείλει πολλά στον συνάδελφο Γιάννη Κορίνθιο, τον καθαυτό σύγχρονο ιστορικό της ελληνικής κοινότητας της Νεάπολης. Τονίζω το «σύγχρονο», επειδή η δική μου ενασχόληση με το θέμα είναι κάπως παλιοκαιρίσια: Τη Νεάπολη την πρωτογνώρισα πριν από 55 χρόνια, το καλοκαίρι του 1963· τότε, για τις ανάγκες της διδακτορικής μου διατριβής, χρειάστηκε να εργαστώ για ένα διάστημα στην νεαπολιτανική Biblioteca Nazionale. Τότε είδα και τον ιστορικό ναό των Αποστόλων Πέτρου και Παύλου και τα λείψανα του σωζόμενου αρχείου της κοινότητας. Έκτοτε πέρασαν τα χρόνια, εγώ μεν έγραψα αρκετά για πρόσωπα και πράγματα της Νεάπολης, αλλά στο μεταξύ η μακρόχρονη ιστορία της ελληνικής κοινότητας μελετήθηκε από νεότερους ερευνητές, Έλληνες και Ιταλούς, και με μιαν εκσυγχρονισμένη μονογραφία, γραμμένη στα ιταλικά από τον Γιάννη Κορίνθιο, δηλαδή έναν μόνιμο πλέον κάτοικο της Νεάπολης και όχι περαστικό, όπως εγώ. Ερανιζόμενος λοιπόν από αυτό το συσσωρευμένο ιστορικό υλικό (και ειδικά για τον όψιμο 19ο και τον 20ό αιώνα από τις έρευνες του Κορινθίου) θα επιχειρήσω απόψε να σας παρουσιάσω, με κάθε δυνατή συντομία, τις κυριότερες φάσεις της μακραίωνης διαδρομής αυτής της σχετικά μικρής εστίας της νεοελληνικής Διασποράς, εστιάζοντας στην οργάνωση και τη δημογραφική της ανέλιξη, αλλά και στον ρόλο που έπαιξε (σημαντικό σε σύγκριση με το μέγεθός της) στο νεοελληνικό εθνικό κίνημα, χωρίς να παραλείψω βέβαια να αναφερθώ και στις σχέσεις των μελών της με το ιταλικό περιβάλλον.
Η ελληνική παρουσία στη Νεάπολη και την ευρύτερη νότια Ιταλία έχει βέβαια παμπάλαιες ρίζες: από τα αρχαϊκά χρόνια, με την ίδρυση της ίδιας της πρωτεύουσας της Καμπανίας ως Παρθενόπης και στη συνέχεια ως Νεάπολης, μέχρι την επί πέντε αιώνες ενσωμάτωσή της στη βυζαντινή επικράτεια. Το δεδομένο αυτό πρέπει να το έχουμε υπόψη, για να κατανοήσουμε και τη διαφορετική προέλευση του ελληνικού στοιχείου του ιταλικού Mezzogiorno, όπου ακόμα και σήμερα μπορούμε να μιλούμε για μιαν ιδιόμορφη –πολιτιστικά τουλάχιστον– διαστρωμάτωση, και του ανθρώπινου δυναμικού στον μικρόκοσμο της ελληνικής κοινότητας: Πάνω στο υπόστρωμα των ελληνόφωνων των αρχαίων εποικισμών προστέθηκαν οι μέτοικοι της βυζαντινής περιόδου, τους οποίους ήρθαν να επικαλύψουν αιώνες αργότερα (από τα μέσα του 15ου αιώνα και εξής) οι φυγάδες και πρόσφυγες της τουρκοκρατούμενης Ανατολής και, βέβαια, να εμβολιαστούν στη συνέχεια με τα τέκνα της σύγχρονης ελληνικής Διασποράς. Θα πρέπει πάντως να διευκρινιστεί ότι, αντίθετα με ό,τι μερικές φορές αντιλαμβανόμαστε στην Ελλάδα, η εθνοτική, κοινωνική και πολιτιστική διαστρωμάτωση του ιταλικού Νότου εξακολουθεί και σήμερα να επιβιώνει (εξασθενημένη βέβαια) και σε επίπεδο γλωσσικό (προς τέρψιν των γλωσσολόγων), αλλά και σε εκκλησιαστικό (προς δοκιμασίαν των θεολογούντων ιστορικών). Και σαν να μην έφταναν αυτά, ήρθε να προστεθεί από το τέλος του Μεσαίωνα ως και τον 17ο αιώνα τουλάχιστον και ένα ακόμη παιχνίδι της Ιστορίας: η διγλωσσία (ελληνικά και αρβανίτικα/arbëresh) ενός σημαντικού τμήματος των ομόθρησκων και ομόδοξων μετοίκων, που από την τουρκοκρατούμενη νότια βαλκανική πέρασαν στην ιταλική χερσόνησο, αναζητώντας απελπισμένα ασφάλεια και καλύτερες συνθήκες διαβίωσης σε χριστιανικό κρατικό περιβάλλον. Από το φαινόμενο αυτό (που μπορεί να ελκύει τους ανθρωπολόγους, αλλά επηρεάζει σοβαρά και τους εθνικιστές) προήλθε σε μεγάλο βαθμό, νομίζω, και η εθνοτική ισοπέδωση του ελληνορθόδοξου στοιχείου της νότιας Ιταλίας: σε μιαν εποχή, κατά την οποία η εθνική ταυτότητα ήταν ακόμα ρευστή, εντάχθηκαν στην ίδια εθνική κατηγορία πληθυσμοί με εντελώς αποκλίνουσες εθνοτικές, θρησκευτικές και πολιτιστικές παραδόσεις, είτε αυτοί προέρχονταν από τη νότια Aλβανία είτε από την Ήπειρο και την Πελοπόννησο είτε –ακόμα– από τα Επτάνησα, την Κρήτη και την Κύπρο.
Αφήνοντας κατά μέρος τις αναλύσεις αυτές (που περιπλέκουν την εικόνα στους μη ενημερωμένους με την ιστορική πολυσημία των λαών της Μεσογείου), ας περάσουμε στα καθαυτό χρονολογικά δεδομένα: Η νεότερη περίοδος της ελληνικής παρουσίας στη Νεάπολη και την ενδοχώρα της ξεκινά με σποραδικές εγκαταστάσεις Ελλήνων φυγάδων (στρατιωτικών και αριστοκρατών κυρίως) λίγο πριν και αμέσως μετά την Άλωση της Κωνσταντινούπολης (1453). Ήδη στη δεκαετία του 1460 είχε παραχωρηθεί η επικαρπία βαρονειών, χωριών, οικισμών ή φρουρίων σε μερικούς από αυτούς: στον Μανουήλ Παλαιολόγο στο San Pietro in Galatina, στους Παύλο, Γεώργιο και Ανδρόνικο Ράλλη στον Τάραντα, στον Ιωάννη Ράλλη στην Troia και στον Θωμά Ασάνη Παλαιολόγο στην Καλαβρία. Μερικά χρόνια αργότερα μεταφέρεται από την Πελοπόννησο στην Απουλία από τον βασιλιά Φερδινάνδο Α΄ η πρώτη οργανωμένη στρατιωτική δύναμη, οι γνωστοί στη στρατιωτική ιστορία «stradioti», οι οποίοι όχι μόνο θα αποτελέσουν τον πρώτο πυρήνα της ελληνορθόδοξης παροικίας της Νεάπολης, αλλά θα της προσδώσουν και τα κύρια κοινωνικά της χαρακτηριστικά. Στα 1518 ο Θωμάς Ασάνης Παλαιολόγος, ηγετική πλέον φυσιογνωμία της νεαπολιτανικής κοινωνίας («tenuto sempre fra primi del Regno», κατά τον χρονικογράφο του 17ου αιώνα Carlo de Lellis), οικοδόμησε την πρώτη μικρή ορθόδοξη εκκλησία, «εγκαινιάζοντας» έτσι την «επίσημη» έναρξη της νεότερης ιστορίας της παροικίας. Η κατοχύρωση ωστόσο στα 1526 στους συγγενείς του των κτητορικών δικαιωμάτων της εκκλησίας αποτέλεσε, όπως θα δούμε, αφορμή για όχι λίγες περιπέτειες της κοινότητας. Όπωσδήποτε το ναΐδριο εκείνο (που ανακαινίστηκε και επανοικοδομήθηκε εκ βάθρων αρκετές φορές στα επόμενα χρόνια ως ναός πλέον των Αποστόλων Πέτρου και Παύλου) έμελλε να είναι η πρώτη ελληνική εκκλησία στην ιστορία της νεοελληνικής Διασποράς (ο περίβλεπτος ναός του Αγίου Γεωργίου της Βενετίας άρχισε να χτίζεται δέκα χρόνια αργότερα και ολοκληρώθηκε στα 1573).
Οι ελληνικές μετοικεσίες στη Νεάπολη πραγματοποιούνταν παρά τις εναλλαγές εκεί της κρατικής κυριαρχίας, μιας κυριαρχίας που θα παραμείνει ξένη για αιώνες: ως την ανάδυση του ενοποιημένου πλέον από τα 1861 ιταλικού κράτους: Σας θυμίζω ότι το «Reame» (όπως αποκαλούνταν διαχρονικά το βασίλειο της Νεάπολης) κατακτήθηκε διαδοχικά από τους Γάλλους, τους Αραγονέζους, τους Ισπανούς (για πάνω από τρεις αιώνες), τους Αυστριακούς και πάλι τους Γάλλους, περνώντας στο σκήπτρο διαφόρων δυναστικών οίκων: των Anjou/Ανδηγαυών, των Valois, των Trastámara, των Αψβούργων, των Βουρβόνων, των νεόκοπων ναπολεόντειων και της Σαβοΐας. Η συχνή εναλλαγή του κυριαρχικού καθεστώτος, που ευθύνεται σε μεγάλο βαθμό και για τις αποκλίνουσες κοινωνικές συνθήκες που επικράτησαν επί αιώνες στον ιταλικό Νότο, δεν ευνόησε την οικονομική και πολιτιστική ανάπτυξη του ελληνικού στοιχείου της περιοχής. Στην ύπαιθρο ιδιαίτερα η κοινωνική ανέλιξη της πλειονότητας των φυγάδων της Τουρκοκρατίας αγκιστρώθηκε για μεγάλα χρονικά διαστήματα στο φεουδαλικό κατεστημένο των τοπικών βαρόνων, με αποτέλεσμα τον εγκλωβισμό της (όπως άλλωστε και του υπόλοιπου ιταλικού πληθυσμού) είτε στον αγροτικό τομέα (κάτω από άθλιες συνθήκες) είτε στον στρατιωτικό (με καλύτερες προοπτικές). Και μόνον στα αστικά κέντρα, ιδιαίτερα στη Νεάπολη, παρατηρούνται (ήδη από τις αρχές του 16ου αιώνα) δείγματα οικονομικής και πολιτιστικής δραστηριότητας.
Αλλά η μεγάλη ανατροπή στην ιστορία της κοινότητας έγινε στα 1533-1534 με τη μαζική μεταφορά με τον ισπανικό και τον γενουατικό στόλο στην Κάτω Ιταλία και τη Σικελία τεσσάρων περίπου χιλιάδων κατοίκων της Κορώνης (αλλά και της Μεθώνης, της Πάτρας και άλλων περιοχών της Πελοποννήσου). Σας θυμίζω ότι η μετοικεσία εκείνη έγινε αναπόφευκτη, όταν ο αυτοκράτορας Κάρολος Ε΄, που είχε καταλάβει την Κορώνη το 1532, αποφάσισε να την εγκαταλείψει, ανοίγοντας έτσι το δρόμο στην επιστροφή των Οθωμανών. Το επόμενο μεγάλο κύμα σημειώθηκε σαράντα χρόνια αργότερα, μετά την αποτυχία των εξεγέρσεων στην ελληνική χερσόνησο, τις οποίες είχαν υποδαυλίσει οι υποσχέσεις των ηγετών του Ιερού Συνασπισμού (Sacra Lega), λίγο πρίν και μετά τη ναυμαχία της Ναυπάκτου τον Οκτώβριο του 1571. Η κατάληψη επίσης της Κύπρου από τους Οθωμανούς την ίδια εποχή (1570-1571) ανάγκασε ένα τμήμα του πληθυσμού του νησιού να καταφύγει στην Ιταλία, το μεγαλύτερο στη Βενετία και μικρότερες ομάδες στη Νεάπολη και τη Σικελία.
Η έλευση των προσφύγων, ιδίως του 1533-1534 –που αποκαλούνταν γενικά «Κορωναίοι» (Coronenses, Coronei, Coroneos,), άσχετα με τις ιδιαίτερες πατρίδες τους– προκάλεσε τη δημογραφική κοι κοινωνική αναγέννηση των ελληνικών εστιών της Κάτω Ιταλίας. Σε αντίθεση με τους μετοίκους της προηγούμενης περιόδου (που ήταν γενικά αγρότες, κτηνοτρόφοι και αναλφάβητοι στρατιωτικοί), οι νεοφερμένοι θα μπορούσαν να χαρακτηριστούν και ως “αστοί” (με τα μέτρα βέβαια της εποχής). Ανάμεσά τους συμπεριλαμβάνονταν έμποροι και ναυτικοί, εγγράμματοι κληρικοί και λόγιοι, κωδικογράφοι, ποιητές κλπ. Επιπλέον, κατά τα πρώτα δέκα χρόνια μετά την άφιξή τους στην Ιταλία οι «Κορωναίοι» ευνοήθηκαν από τις ισπανικές αρχές με φορολογικές απαλλαγές, επιδόματα, διορισμούς κατ’ εξαίρεση στον στρατό και τον στόλο κλπ. Γι’ αυτό και επικράτησαν κοινωνικά έναντι των άλλων συμπατριωτών τους των παλαιότερων μεταναστεύσεων. Ανάλογη ήταν και η εξέλιξη, σε μικρότερο βαθμό, και στους πρόσφυγες των επόμενων χρόνων, ως τα τέλη του 16ου αιώνα. Δεν ήταν τυχαίο λοιπόν που αρκετές γενιές των νεήλυδων (ιδίως των “Κορωναίων” όλων των εποχών) προέβαλλαν με επιμονή την ελληνικότητά τους, ενισχύοντας έτσι στη Νεάπολη και στην ενδοχώρα το νεότερο εθνοτικό περιεχόμενο του όρου «greco» έναντι του μεσαιωνικού θρησκευτικο-δογματικού “graecus”. Φαίνεται ότι οι «Κορωναίοι», στην προσπάθειά τους να επιτύχουν κοινωνική αναβάθμιση σε ένα ημιφεουδαλικό περιβάλλον, εμφάνιζαν συχνά στις τοπικές αρχές πλαστούς τίτλους ευγενείας και γενικά αριστοκρατικής προέλευσης· την τακτική αυτή καταγγέλλει ο Κορωναίος ποιητής Ιωάννης Ατζαγιώλης Πρωτοκόμης στο γνωστό στιχούργημά του για τα ανδραγαθήματα του Καρόλου Ε΄, όταν του συνιστά:
καλέσαι μείζονας πόλεων πρεσβυτέρους,
ξεταζομένους ἀκριβῶς, μεθ’ ὅρκον ἀπό μέρους
..........................................................................................,
ἵνα τά γινωσκόμενα πάντα μετ’ ἀληθείας
ἀπαραιτήτως δείξωσιν....
Καί ταῦτα πάντα τάς γραφάς καλῶς ἐξετασθῆναι,
μήποτε ἐκ παραδρομῆς ἄλλος ἀδικηθῆναι.
Η τάση αυτή αποτυπώθηκε στις επιτύμβιες επιγραφές που σώθηκαν (μερικές σε παλαιά χρονικά, κάποιες ακόμα και σήμερα στον χώρο της εκκλησίας) και που εξυμνούσαν στα λατινικά, ιταλικά και, σπανιότερα, στα αρχαία ελληνικά τα κατορθώματα και την “αριστοκρατική” καταγωγή των θανόντων και των οικογενειών τους (τα επιτύμβια τα διακοσμούσαν, ήδη από την εποχή του Θωμά Ασάνη Παλαιολόγου, οικόσημα, θυρεοί και ανάλογα εμβληματικά σήματα). Αλλά βέβαια η “grecità” της κοινότητας ανανεωνόταν κυρίως με τα επόμενα κύματα των φυγάδων και προσφύγων, που κατέφθαναν από την Κρήτη και τη Μάνη κατά τον 17ο αιώνα, και από την Ήπειρο, τα Επτάνησα και άλλες ελληνικές περιοχές (ακόμα και από τη Μ. Ασία) κατά τον 18ο και τις αρχές του 19ου αιώνα.
Στην εμπέδωση του ελληνικού χαρακτήρα της κοινότητας συντέλεσε και η οργάνωσή της. Δυο μόλις χρόνια μετά την εγκατάστασή τους στη Νεάπολη, οι “Κορωναίοι” εξασφάλισαν με τη στήριξη των ισπανικών αρχών (που τους χρειάζονταν για τον στρατό και το ναυτικό τους), αλλά και με τη συγκατάθεση της Αγίας Έδρας, την άδεια να συστήσουν δική τους ελληνορθόδοξη Αδελφότητα (Phratria ή Confraternita). Το νομικό καθεστώς αυτής της Αδελφότητας αποτυπώθηκε το 1561 σε ειδικό καταστατικό (Statuto), το οποίο συνέταξαν στηριζόμενοι σε απόφαση του Καρόλου Ε΄ του 1535 και, όπως γράφουν οι ίδιοι, στην κοινοτική οργάνωση που είχαν στην Κορώνη στο όνομα του Τιμίου Προδρόμου. Το στοιχείο αυτό είναι εξαιρετικά ενδιαφέρον (αν σκεφθεί κανείς ότι τα σωζόμενα καταστατικά κοινοτικής οργάνωσης στην τουρκοκρατούμενη Ελλάδα είναι κάπως μεταγενέστερα). Πάντως οι περισσότερες διατάξεις του Statuto του 1561 αποτελούσαν συγκερασμό των κοινοτικών θεσμίων της Κορώνης και των υποχρεωτικών κανόνων που ίσχυαν στην Ιταλία για τη λειτουργία των θρησκευτικών, φιλανθρωπικών, επαγγελματικών και συντεχνιακών συσσωματώσεων. Όπως κι έχουν τα πράγματα, το καταστατικό αυτό, με τις μεταγενέστερες βελτιώσεις του (κυρίως με την αναθεώρησή του στα 1593 από εκπροσώπους της δεύτερης γενιάς των «Κορωναίων»), θα αποτελέσει τη βάση όχι μόνο για τη συλλογική οργάνωση των Ελλήνων της Νεάπολης, αλλά και νομικό στήριγμα στους πολλούς δικαστικούς αγώνες που θα χρειαστεί να δώσουν στους επόμενους αιώνες εναντίον των ούκ λίγων αμφισβητιών τού θρησκευτικού χαρακτήρα της κοινότητας (όχι απλώς του ελληνόρρυθμου, ουνιτικού rito greco, αλλά του αμετακίνητου greco-ortodosso)· θα τη διασφαλίσει επίσης από τις απαιτήσεις των απογόνων του Θωμά Ασάνη Παλαιολόγου και άλλων διεκδικητών τής περιουσίας της, η οποία, χάρη στα κληροδοτήματα των φιλογενών μελών της, είχε αρχίσει ήδη από τα μέσα του 16ου αιώνα να γίνεται δελεαστική. Αλλά το σημαντικότερο, κατά τη γνώμη μου, επίτευγμα εκείνης της μικρής Αδελφότητας ήταν η ανάδειξη –με τα διατάγματα των ισπανικών αρχών και τις βούλλες της Αγίας Έδρας– της Universitas Graecorum σε πολιτική οντότητα, όχι απλώς θρησκευτική ή και «εθνοτική», αλλά «εθνική» (nazionale), με τα μέτρα πάντοτε της εποχής. Η Αδελφότητα θα κατορθώσει να διατηρήσει την ταυτότητα αυτή και στους επόμενους αιώνες, χωρίς τις τεράστιες απώλειες που υπέστησαν οι μικρότερες και αδύναμες ελληνορθόδοξες εστίες της επαρχίας (όπου στο δίγλωσσο περιβάλλον επικράτησε σταδιακά το αλβανόφωνο στοιχείο έναντι του ελληνόφωνου, πολύ πριν από την ανάδυση του αλβανικού εθνικισμού).
Όλα αυτά βέβαια δεν σημαίνουν ότι στον μικρόκοσμο της κοινότητας έλειψαν οι αναταράξεις· και δεν εννοώ μόνο τις εκκλησιαστικές (ενωτικοί έναντι ακραιφνών ορθοδόξων), αλλά και τις έριδες ανάμεσα στα παλαιότερα μέλη και στα νεότερα (που εξακολουθούσαν να έρχονται είτε από τις βενετοκρατούμενες ελληνικές περιοχές, όσες είχαν απομείναι, είτε από τις τουρκοκρατούμενες). Τελικά οι ανταγωνισμοί ανάμεσα στους Italo-Greci, τους Greci-Veneti και τους Greci-Ottomani και Greci Orientali επέβαλλαν την εκπόνηση στα 1764, νέου καταστατικού, με το οποίο οι νεότεροι επιβλήθηκαν στους παλαιότερους. Η αλλαγή πραγματοποιήθηκε με τη στήριξη και πάλι των κυριάρχων, τη φορά αυτή των Βουρβόνων, που είχαν κι αυτοί ανάγκη, όπως και οι Ισπανοί, των στρατιωτικών υπηρεσιών των Ελλήνων. Ήταν η εποχή που άνθησε στο Reame η νέα ελληνική μισθοφορία, τη φορά αυτή με πρωτοβουλία στελεχών της κοινότητας: του βετεράνου Xιμαριώτη στρατιωτικού Στρατή Γκίκα και του Hπειρώτη εμπόρου Aθανασίου Γλυκή. Στα 1735-1738 λοιπόν οργανώθηκε η πρώτη στρατιωτική μονάδα ως τάγμα (battaglione) και στη συνέχεια (στα 1754) ως πλήρες Σύνταγμα (Reggimento), αυτό που έμεινε στην ιστορία ως «Βασιλικό Μακεδονικό Σύνταγμα» (Reggimento Real Macedone) και στη συνέχεια ως «Battaglione dei Cacciatori Macedoni». Σπεύδω να διευκρινίσω ότι το «Macedone» δεν αντιστοιχούσε μόνο –και τόσο– στην ιστορική Μακεδονία, αλλά σε έναν ευρύτερο γεωγραφικό χώρο, που, κατά την αντίληψη της εποχής, περιελάμβανε και τη σημερινή Αλβανία και μέρος του Μαυροβουλίου και της Δαλματίας. O αναδιοργανωτής μάλιστα του Reggimento Kεφαλλονίτης κόμης Γεώργιος Xωραφάς επιχειρηματολόγησε τη στρατολόγηση και άλλων “nazioni” με αναφορές στον πολυεθνικό στρατό του Mεγάλου Aλεξάνδρου, αλλά και στη θρησκευτική και πολιτιστική συγγένεια των Ελλήνων με τους «Iλλυριούς». Tελικά στο στρατιωτικό εκείνο σώμα οι «Ιλλυριοί» (Αλβανοί και Δαλματοί) ήταν ελάχιστοι: την απόλυτη πλειονότητα τη συγκροτούσαν Χιμαριώτες, Ηπειρώτες, Επτανήσιοι και Έλληνες από διάφορες περιοχές της Ανατολής, ακόμα και από την Κωνσταντινούπολη και τη Σμύρνη.
Με τη δύναμη των βετεράνων τού «Reggimento Real Macedone» η κοινότητα κατάφερε και πάλι να εξουδετερώσει τις απειλές για την εκκλησιαστική και εθνική της αυτονομία μετά την παλινόρθωση στα 1815 του απολυταρχικού καθεστώτος του Φερδινάνδου Α΄των Βουρβόνων στο λεγόμενο Βασίλειο των Δύο Σικελιών. Στο μεταξύ η ανάδυση του ελληνικού κράτους έδωσε τη δυνατότητα κάποιων παρεμβάσεων της Αθήνας (ασθενών οπωσδήποτε και περιορισμένων στο καίριο ζήτημα του διορισμού των εφημερίων του ελληνικού ναού). Τελικά η οριστική λύση του πολιτικού προβλήματος της Ιταλίας με την ενοποίησή της στα 1861 θα προσφέρει διεξόδους σε αρκετά λειτουργικά προβλήματα της παροικίας. Ωστόσο, παρά την υπογραφή ελληνο-ιταλικών διακρατικών συμφωνιών, η κοινότητα δεν θα πάψει να δοκιμάζεται ως το τέλος του 19ου αιώνα από τους κατά περιόδους εμφανιζόμενους αμφισβητίες του θρησκευτικού και εθνικού της χαρακτήρα και τους διεκδικητές της περιουσίας (με την επίκληση παλαιών κληρονομικών δικαιωμάτων ή ετεροχρονισμένα επιχειρήματα συζητήσιμης ιστορικής εγκυρότητας).
Οι περιπέτειες της κοινότητας συνεχίστηκαν και στα επόμενα χρόνια, πάντοτε με οικονομική αιμορραγία και βαρειές απώλειες στην περιουσία της. Τη μεγαλύτερη, τελευταία, αλλά μακρόχρονη δοκιμασία της την προξένησε το φασιστικό καθεστώς στη δεκεαετία του 1920 και βέβαια κατά τη διάρκεια του πολέμου του 1940. Τότε λεηλατήθηκαν αρκετά από τα σωζόμενα ακίνητα και κειμήλια της παροικίας και της εκκλησίας. Ωστόσο, στα μεταπολεμικά χρόνια όχι μόνο ανακτήθηκαν μερικά από τα απολεσθέντα, αλλά εμπεδώθηκε και ένα πρωτόγνωρο κλίμα συναδέλφωσης των Ιταλών και Ελλήνων Ναπολιτάνων. Στην εξέλιξη αυτή συντέλεσαν και η διευρυμένη από το 1992 «Comunità ellenica di Napoli e Campania», αλλά και η συναντίληψη των τοπικών αρχών. Δείγμα αυτής της νέας πραγματικότητας (με συμβολικό χαρακτήρα) ήταν η αποκατάσταση της προαιώνιας ιστορικής ονομασίας της οδού (και της συνοικίας) των Ελλήνων της πόλης (Rua e Vico dei Greci), με την τοποθέτηση τον Δεκέμβριο του 2009 από τον Δήμο της Νεάπολης στον εξωτερικό τοίχο της ελληνικής εκκλησίας, στην οδό Tommaso d’Aquino (τη νεότερη ονομασία τής οδού από το ομώνυμο πολεοδομικό συγκρότημα), αναμνηστικής πλάκας με την επιγραφή: «Via San Tommaso d’Aquino già Vico dei Greci». Είναι προφανές ότι η οργάνωση και της σημερινής εκδήλωσης και όσων προηγήθηκαν στην παρθενόπεια πολιτεία με πρωτοβουλία (ενθουσιώδη μάλιστα) της επίσημης Ιταλίας δείχνει ότι οι παλιές πληγές –ευεξήγητες ίσως ιστορικά με τα δογματικά και ιδεολογικά πάθη του παρελθόντος– έχουν πια επουλωθεί οριστικά.
Η σύντομη αυτή αναφορά στη συγκρότηση και τα επιτεύγματα (παρά τα εμπόδια) της ελληνικής κοινότητας ίσως δίνει την εντύπωση ότι η παροικία ήταν αριθμητικά μεγάλη. Η εντύπωση αυτή ήταν διάχυτη και στην ίδια τη Νεάπολη στις αρχές του 17ου αιώνα. Σε ένα από τα χρονικά της εποχής, το διαλογικό Il Forastiero του 1634, του ιστορικού Giulio Cesare Capaccio, δίνεται η εξής υπερβολική εικόνα των Ελλήνων της πόλης:
Forastiero. Mi han riferito che in Napoli siano infiníti habitatori greci.
Cittadino. Han riferito quel ch’è. E vi dovea commemorar prima la Rua di Greci.
Ωστόσο, η εκτίμηση για τους «αμέτρητους» Έλληνες της Νεάπολης (η οποία, ας σημειωθεί, ήταν τότε μια από τις πολυανθρωπότερες πόλεις της Ευρώπης, με κάπου 200 χιλ. κατοίκους) είναι το λιγότερο υπερβολική. Δεν διαθέτουμε επαρκή στοιχεία· ξεκινώντας πάντως από τα επώνυμα στελέχη της κοινότητας στα σωζόμενα πρακτικά της, μπορούμε να υπολογίσουμε τον αριθμό των εγγεγραμμένων μελών της (δηλαδή των ενεργών) κατά τον όψιμο 16ο και τον αρχόμενο 17ο αιώνα στα 30-40 άτομα (τα οποία βέβαια εκπροσωπούσαν ισάριθμες περίπου οικογένειες, που αποδίδουν ένα σύνολο 130-140 ατόμων). Το μέγεθος αυτό παραμένει, με μικρές αυξομειώσεις, ως τα μέσα του 18ου αιώνα, οπότε με τις στρατολογίες του «Reggimento Real Macedone» τριπλασιάζεται: φτάνει τα 400 άτομα, για να ξαναπέσει όμως στο κλείσιμο του αιώνα στα 200. Με τη δημιουργία του ελληνικού κράτους (που απορρόφησε, όπως ανέφερα, μεγάλο μέρος της ομογένειας του Εξωτερικού), ο αριθμός των μελών της κοινότητας επανήλθε στα παλαιότερα επίπεδα (κάπου στις 130-140 ψυχές, και στο κλείσιμο του 19ου αιώνα στις 100). Ωστόσο στον αριθμό αυτόν θα πρέπει ασφαλώς να συνυπολογιστούν και τα μη μετρήσιμα, ανενεργά μέλη της παροικίας και οι επίσης οι διερχόμενοι Έλληνες: Ως τις αρχές του 18ου αιώνα η Νεάπολη αποτελούσε τον πρώτο προορισμό και το εφαλτήριο σε όσους κατευθύνονταν προς την Ισπανία και τις ευρωπαϊκές και υπερπόντιες κτήσεις της. Αποτελούσε επίσης ενδιάμεσο σταθμό για τους πρόσφυγες και μετανάστες της ελληνικής Ανατολής, που αναζητούσαν νέες πατρίδες σε διάφορες περιοχές είτε της νότιας Ιταλίας είτε της Τοσκάνης, της Κορσικής, της Σαρδηνίας και των Βαλεαρίδων. Αυτοί λοιπόν εμφάνιζαν το Vico dei Greci σαν έναν πολύβουο ανθρώπινο μελίσσι. Μετά τη δημιουργία μάλιστα του ελληνικού κράτους άρχισαν να περνούν από το λιμάνι της Νεάπολης και το γειτονικό Castellamare di Stabia χιλιάδες Έλληνες ναυτικοί, οι οποίοι δεν εντάσσονταν βέβαια στην κοινότητα, άσχετα αν για ένα διάστημα αρκετοί από αυτούς φιλοξενούνταν σε δικά της καταλύματα.
Όπως και να το κάνουμε, η νεαπολιτανική παροικία δεν εμφάνισε τα εντυπωσιακά μεγέθη της αντίστοιχης της Βενετίας, στη συνέχεια της Τεργέστης και στις αρχές του 19ου αιώνα της Βιέννης (όπου οι Έλληνες μετρούνταν σε ορισμένες περιόδους σε κάποιες –λίγες πάντως– χιλιάδες). Η ανάγκη επίσης των Ελλήνων της Νεάπολης να διαφυλάξουν τη θρησκευτική και εθνική τους ιδιοπροσωπία, επέβαλλε και κάποιας μορφής περιχαράκωση έναντι του περιγύρου (του καθολικού ιταλικού, του ουνιτικού ιταλο-ελληνικού και του ορθοδόξου ιταλο-αλβανικού). Οι μικτοί γάμοι βέβαια δεν έλειπαν· προκαλούσαν μάλιστα προβλήματα στην κοινότητα, επειδή, όπως είπαμε, άνοιγαν την όρεξη σε νέους διεκδικητές της περιουσίας της. Ορισμένα επίσης από τα επίλεκτα μέλη της θέλησαν να επιτύχουν αντίστροφα –και πάλι με μικτούς γάμους– την κοινωνική τους άνοδο, εντασσόμενα στην élite της νότιας Ιταλίας, με συνέπεια τον πλήρη εξιταλισμό και γενικά την πολιτιστική και θρησκευτική τους αλλοτρίωση. Πάντως αξίζει εδώ να σημειώσουμε ότι η διαδικασία αυτή (αναπόφευκτη μετά την τρίτη γενιά) δεν συνοδεύτηκε πάντοτε με την άρνηση της ελληνικότητας: Έχουμε δείγματα ελληνικών οικογενειών της Νεάπολης (με καταγωγή από την Κορώνη, τη Μονεμβασία και τα Επτάνησα), οι οποίες, έχοντας καταφέρει να συγγενέψουν με σημαντικές οικογενειακές δυναστείες του ιταλικού Νότου, δεν έπαψαν να προβάλλουν επί αρκετές γενιές με υπερηφάνεια την ελληνική τους προέλευση (συχνά επικαλούμενοι και στις γενεαλογίες τους αμφισβητήσιμους βυζαντινούς τίτλους).
Ιστορικοί λόγοι επηρέασαν και τις κοινωνικές και επαγγελματικές επιλογές των μελών της παροικίας. Χωρίς να λείπουν οι ασχολούμενοι με τη βιοτεχνία και το εμπόριο, η πλειονότητά τους στράφηκε, όπως αναφέραμε πολλές φορές, στη στρατιωτική σταδιοδρομία. Είδαμε εξάλλου ότι ο πρώτος πυρήνας της παροικίας είχε σχηματιστεί τον 15ο αιώνα από stradioti, τους οποίους “διαδέχτηκαν”, κατά κάποιο τρόπο κατά τον 18ο και 19ο οι άνδρες του Reggimento Real Macedone και του διαδοχικού «Battaglione dei Cacciatori Macedoni». Το φαινόμενο, που συνεχίστηκε ως την έκρηξη της ελληνικής Επανάστασης, οφείλεται στο γεγονός ότι το βασίλειο της Νεάπολης (άσχετα από τους κατά περιόδους κυριάρχους του) είχε μετατραπεί για αιώνες (ως τα μέσα τουλάχιστον του 18ου αιώνα), σε προχωρημένο ανάχωμα (“antemurale”) απέναντι στην οθωμανική επεκτακτικότητα στην κεντρική και τη δυτική Μεσόγειο. Ήταν επίσης και το σταθερό ορμητήριο σε όλες σχεδόν τις ναυτικές εξορμήσεις των Ισπανών, των Φλωρεντινών και των ιπποτών της Μάλτας στο Λεβάντε. Γι’ αυτό άλλωστε και οι Έλληνες του Reame συνδύαζαν την έμμισθη στρατιωτική υπηρεσία με τις προσδοκίες τους για την εθνική αποκατάσταση, θεωρώντας την ανάμιξή τους σε αντιτουρκικές δραστηριότητες κοινή υποχρέωση και έναντι της υπόδουλης Ελλάδας και έναντι της δεύτερης πατρίδας τους, της Νεάπολης. Δεν είναι τυχαίο ότι στο Vico dei Greci εξυφαίνονταν τα περισσότερα από τα επαναστατικά κινήματα που πραγματοποιήθηκαν (ή απλώς σχεδιάστηκαν) κατά τον 16ο και 17ο αιώνα στην ελληνική χερσόνησο. Ενδεικτικά μόνο αναφέρω ότι η διπλή εξέγερση του μητροπολίτη Λαρίσης Διονυσίου του Φιλοσόφου στη δυτική Θεσσαλία το 1601 και στην Ήπειρο στα 1611 (η σημαντικότερη που σημειώθηκε στον ελληνικό χώρο, από την εποχή της Άλωσης ως τα Ορλοφικά του 1768), οργανώθηκε αποκλειστικά από επώνυμα στελέχη της ελληνικής κοινότητας της Νεάπολης.
Από την άποψη λοιπόν αυτή η παροικία έπαιξε, παρά το μικρό της μέγεθος, σημαντικό ρόλο στη διαρκή αναζωπύρωση του αντιστασιακού πνεύματος των Ελλήνων στα προεπαναστατικά χρόνια. Ακόμα και μετά την προσέγγιση των Βουρβόνων της Νεάπολης με τους Οθωμανούς στα 1740, οι Έλληνες του Reame δεν έπαψαν να αναθερμαίνουν τα ασίγαστα απελευθερωτικά τους οράματα, με πιο γνωστά τα παραδείγματα του Χωραφά, του ιδρυτή του Reggimento Macedone, και του Aντωνίου Γκίκα, γιου του διοικητή του Συντάγματος Στρατή: Και αν ο πρώτος περιορίστηκε σε εκκλήσεις (μερικές φιλολογικές) προς τη Ρωσία για την απελευθέρωση της Ελλάδας, ο δεύτερος, ο Αντώνιος Γκίκας, θα περάσει στη δράση, εντασσόμενος στην υπηρεσία των Ρώσων πριν και μετά τις επιχειρήσεις τους στις ελληνικές χώρες στα 1768-1770. Το ίδιο αφορά και δεκάδες άλλα μέλη, επώνυμα και ανώνυμα, των ελληνικών στρατιωτικών σωμάτων της Νεάπολης στα τέλη του 18ου και στην πρώτη δεκαετία του 19ου αιώνα.
Οι εναλλασσόμενοι κυρίαρχοι της Νεάπολης (Ισπανοί, Αυστριακοί, ακόμα και οι επαναστατικοί Γάλλοι) χρησιμοποίησαν τους Έλληνες μισθοφόρους και σε επιχειρήσεις στο εσωτερικό του βασιλείου: αρχικά για την εξουδετέρωση των γαλλόφιλων βαρόνων, στη συνέχεια της αντι-ισπανικής εξέγερσης του Massanielo στα 1647, των λαϊκών αντιδράσεων κατά την εφήμερη Παρθενόπεια Δημοκρατία (Repubblica Partenopea) του 1799 και, τέλος, στην καταστολή της ενδημικής ληστείας του ιταλικού Νότου. Τελικά με την έκρηξη της ελληνικής Eπανάστασης του 1821 οι περισότεροι Έλληνες βετεράνοι των νεαπολιτανικών στρατιωτικών μονάδων που προαναφέραμε (ακόμα και μετά την αναδιοργάνωσή τους το 1817 από τον φιλέλληνα Richard Church, τον μετέπειτα αρχιστράτηγο των Ελλήνων επαναστατών), έσπευσαν στην Eλλάδα, πραγματοποιώντας επιτέλους ένα όνειρο που είχαν και αυτοί, όπως και οι προγενέστεροι Έλληνες ομότεχνοί τους: να διαθέσουν δηλαδή την πολεμική τους εμπειρία και τη ζωή τους όχι υπηρετώντας ξένους ηγεμόνες, αλλά τη δική τους πατρίδα. Σε αυτούς υπολόγιζαν και οι συντάκτες του γενικού επιτελικού σχεδίου της Φιλικής Εταιρείας, όταν σημειώνουν ότι:
Εἰς Νεάπολιν [...] εὑρισκεται ἕν σῶμα ἑλληνικοῦ στρατοῦ, οί όποῖοι [sic] μέ τό νά ἠξεύρωσι καλῶς τήν τακτικήν, συμφέρει νά εὑρεθῶσιν εἰς τήν Ἑλλάδα κατά ταύτην τήν περίπτωσιν, ὄχι μόνον διά νά συνεργήσουν, ἀλλά καί νά διδάξουν τούς ἡμετέρους τά τακτικά.
Ο στρατοκρατικός προσανατολισμός ενός μεγάλου τμήματος των παροίκων της Νεάπολης δεν εμπόδισε το “αστικότερο” στοιχείο της να στραφεί σε ειρηνικότερους τομείς. Αναφερθήκαμε ήδη λακωνικά στην ενασχόλησή τους με τη βιοτεχνία και το εμπόριο. Αλλά περισσότερο ενδιαφέρον ίσως παρουσιάζουν τα δείγματα των Ελλήνων της πόλης που καλλιέργησαν τα γράμματα και τις τέχνες. Για ενάμιση αιώνα περίπου αρκετοί εφημέριοι της εκκλησίας ήταν απόφοιτοι του Ελληνικού Κολλεγίου της Ρώμης (γι’ αυτό και προκαλούσαν τριβές στο εσωτερικό της κοινότητας). Κάποιοι επίσης καταγράφονται ως διδάσκαλοι της (αρχαίας) ελληνικής στο Studio Pubblico της Νεάπολης, άλλοι ως μέλη φιλολογικών και καλλιτεχνικών «Ακαδημιών» της πόλης. Αλλά το όνομα που λάμπρυνε την ιστορία της κοινότητας είναι βέβαια του καταγόμενου από την Κυπαρισσία της Πελοποννήσου ζωγράφου Βελισσαρίου Κορενσίου. Ο Κορένσιος δεν εργάστηκε μόνο σε ρωμαιοκαθολικές εκκλησίες και μοναστήρια της περιφέρειας της Νεάπολης, αλλά και στην εικονογράφηση (με ανάμικτο βυζαντινότροπο και δυτικό ύφος) της ελληνικής εκκλησίας (εξάλλου συμμετείχε και στη διοίκηση της Αδελφότητας). Έναν αιώνα αργότερα εργάστηκε στην παροικία και ένας λιγότερο γνωστός καλλιτέχνης, αλλά με συμμετοχή κι αυτός στα πράγματα της κοινότητας, ο Κεφαλονίτης λόγιος, ποιητής και ζωγράφος Ευστάθιος Καρούσος. Με το πέρασμα στον 19ο αιώνα έζησαν στη Νεάπολη για μικρά ή μεγάλα χρονικά διαστήματα αρκετοί Έλληνες λόγιοι και καλλιτέχνες, που ανανέωσαν, κάτω από νέους όρους, το πολιτιστικό κλίμα της μικρής αυτής ελληνικής εστίας. Ανάμεσά τους συγκαταλέγονταν άλλοτε μερικά μόνιμα μέλη της κοινότητας (όπως π.χ. ο λαμπρός φιλόλογος Κωνσταντίνος Τριανταφύλλης, καθηγητής για μια εικοσαετία της νεοελληνικής γλώσσας και λογοτεχνίας στο Istituto Orientale της πόλης) και άλλοτε περιστασιακά (όπως π.χ. ο Ιάκωβος Πολυλάς, ο εκδότης των έργων του Διονυσίου Σολωμού). Ιδιαίτερος επίσης λόγος θα πρέπει να γίνει για την παρουσία στη Νεάπολη ως σπουδαστών και συνεργατών διάσημων μουσικών της παρθενόπειας πολιτείας των Επτανησίων καλλιτεχνών, που μετακένωσαν στον νεοελληνικό κόσμο την έντεχνη δυτική μουσική (και ιδιαίτερα το ιταλικό μελόδραμα), ιδρύοντας ταυτόχρονα και την εθνική μας μουσική σχολή· αναφέρομαι στον Νικόλαο Μάντζαρο, τον Σπυρίδωνα Ξύνδα και τον Γεώργιο Λαμπελέτ, για να μην επεκταθώ και σε άλλους, λιγότερο γνωστούς συνθέτες, μουσικούς εκτελεστές και μουσικούς παιδαγωγούς.
Αναστοχαζόμενοι σήμερα τη μακρά διαδρομή μιας μικρής, αλλά δυναμικής (όπως προσπάθησα να δείξω) ελληνικής κοινότητας της Νεάπολης, μπορούμε να καταλήξουμε σε κάποια πολύ γενικά συμπεράσματα: Καταρχήν συνδέθηκε στενά –ίσως «στενότερα» σε σχέση με άλλες ελληνικές παροικίες της Δύσης– με τον κοινωνικό της περίγυρο στην ενδοχώρα τής νότιας ιταλικής χερσονήσου και της Σικελίας (άσχετα από τις συγκλίσεις και αποκλίσεις). Αποτέλεσε επίσης μια από τις κύριες πύλες εξόδου των Ελλήνων από την ανατολική προς τη δυτική Μεσόγειο. Εκείνο που επίσης την ξεχώρισε ήταν η πρώιμη και δυναμική ανάμιξη των μελών της στο πολιτικό πρόβλημα της τουρκοκρατούμενης Ανατολής, όχι στην ιδεολογία (όπου άλλες εστίες της Ιταλίας έπαιξαν σημαντικότερο ρόλο), αλλά στην επαναστατική πράξη. Όλα αυτά έχουν κάπως μελετηθεί. Αλλά τα desiderata παραμένουν, όπως π.χ. για τη θέση της παροικίας στην πολιτιστική ιστορία της Νεάπολης, τόσο της πρώιμης νεότερης περιόδου (ας πούμε, κατά τον γόνιμο νεαπολιτανικό 17ο αιώνα), όσο –κυρίως–της όψιμης και σύγχρονης, από το τέλος του 18ου ως τον 19ο ή και τον 20ό αιώνα. Εξάλλου στην όψιμη περίοδο η ιδεολογική επιρροή των άλλων, άλλοτε ένδοξων ελληνικών παροικιών της Ιταλίας (π.χ. της Βενετίας) είχε αρχίσει να συρρικνώνεται. Αντίθετα στη Νεάπολη έχουμε αρκετά ενδιαφέροντα δείγματα, ιδιαίτερα στον πολιτιστικό τομέα, που φανερώνουν αξιοπρόσεκτη άνθηση. Τα δείγματα αυτά τα κατέγραψε επιμελώς ο Γιάννης Κορίνθιος, ανοίγοντας το δρόμο στη μελλοντική τους αξιοποίηση. Εξάλλου, το τεράστιο αρχειακό υλικό, που σώζεται στη Νεάπολη, αλλά και σε άλλα ιταλικά και ευρωπαϊκά αρχεία, περιμένει ακόμα τη σκαπάνη των νεότερων ερευνητών. Και είναι ευοίωνο το γεγονός ότι εδώ και μερικά χρόνια, δίπλα στους ιταλομαθείς Έλληνες, ήρθαν να προστεθούν και οι αυξανόμενοι σε αριθμό ελληνομαθείς Ιταλοί ιστορικοί, από τους οποίος αρκετοί μας έδωσαν ήδη ενδιαφέροντες καρπούς. Σ’ αυτούς λοιπόν εναπόκειται πλέον η ιστοριογραφική καταξίωση των ερευνητικών εκκρεμοτήτων, που σας ανέφερα δειγματοληπτικά, αλλά και η διεύρυνση των επιστημονικών γεφυρών ανάμεσα στους δυο αδελφικούς –ή, αν θέλετε, εξαδελφικούς– λαούς της Μεσογείου. Σε τελευταία ανάλυση αυτό θα αποτελέσει και την εκ των υστέρων δικαίωση των «Κορωναίων» («ὧν καί τήν μνήμην ἐπιτελοῦμεν»), που κατάφεραν να στήσουν στον χώρο της αρχαίας Μεγάλης Ελλάδας τη δική τους ταπεινή νεότερη Μικρή Ελλάδα, η οποία όμως ξεπέρασε ήδη τη μισή της χιλιετία.
Σας ευχαριστώ.
Ο καθ. ΙΩΑΝΝΗΣ ΧΑΣΙΩΤΗΣ, κύριος ομιλητής της εκδήλωσης
Nessun commento:
Posta un commento