Με αφορμή το τελευταίο αντίο στον Παύλο Μάτεσι, θυμόμαστε ένα από τα κορυφαία του μυθιστορήματα, την εμβληματική Μητέρα του Σκύλου, και την υπέροχα αφελή πρωταγωνίστρια-αφηγήτριά του, που προσωποποιεί την μετεμφυλιακή Ελλάδα.
Ο Παύλος Μάτεσις, θεατρικός συγγραφέας και πεζογράφος, που έφυγε από τη ζωή στις 20 Ιανουαρίου 2013 πλήρης ημερών και έργων, είναι ένας άνισος συγγραφέας (όπως όλοι, σκέφτομαι τώρα εγώ), γιατί έγραψε ένα εξαιρετικό πεζογραφικό έργο και μερικά πολύ καλά θεατρικά, αλλά πειραματίστηκε και σε κείμενα που δεν αφορούν κανέναν• ας μην είμαι απόλυτος: κείμενα που δεν μπορούν να εκτιμηθούν πέρα από τις προθέσεις του δημιουργού.
Στα έργα του μπορεί κανείς να διακρίνει δύο είδη πλοκής: αφενός την κλασική αφηγηματική με αρχή, μέση και τέλος (λ.χ. Εξορία) και αφετέρου την σπονδυλωτή/ ατμοσφαιρική, με έμφαση στη γενικότερη εικόνα παρά στη σειρά των γεγονότων. Είναι σίγουρο ότι η θεατρική του παρουσία επέδρασε και στα πεζά του, μερικά από τα οποία “φωνάζουν” για το θεατρικό τους υπόβαθρο. Επηρεάστηκε αρκετά από αγγλόφωνους δημιουργούς, όπως από τον Όργουελ και τον Μπράντμπερυ στη “Βιοχημεία” και τον Φώκνερ στο “Προς Ελευσίνα”.
Υφοποιός περιωπής, ο συγγραφέας καθιερώθηκε στον χώρο της πεζογραφίας το 1990 με το μυθιστόρημα “Η μητέρα του σκύλου”. Αν αργότερα στον “Παλαιό των Ημερών” θα χρησιμοποιήσει εκκλησιαστική γλώσσα, πιο πριν (στο μυθιστόρημα για το οποίο μιλάμε) συνέλαβε το στυλ μιας απλοϊκής γυναίκας και το απέδωσε με τη συναισθηματικότητα και την ανάλαφρη γραφή του, σαν να έγραφε γυναίκα συγγραφέας. Πρόκειται για την αφήγηση μιας επαρχιώτισσας ηθοποιού που αφορά τις δύσκολες μέρες της κατοχής, όταν γύριζε με τα μπουλούκια στα χωριά για να βγάλει τα προς το ζην. Ενώ ήταν κομπάρσος, η ίδια νόμιζε ότι είναι ηθοποιός ολκής.
Η αφηγηματική ματιά αποπνέει σκόπιμα μια αφέλεια, μια απλότητα, που βλέπει και λέει τα πράγματα λίγο λοξά, λίγο αντισυμβατικά και στο τέλος θα αποκαλυφθεί ότι βρίθει από αυταπάτες και ψευδαισθήσεις. Οι φαντασιώσεις που διαβάζουμε και οι παρακρούσεις στο μυαλό της Ραραούς, όπως τη λένε, ανατινάζουν τον ρεαλισμό της αφήγησης εκκινώντας την από έναν αναξιόπιστο αφηγητή.
Η αφηγήτρια είναι και το δυνατό σημείο του μυθιστορήματος. “Η Ραραού είναι για μένα η πιο συγκλονιστική, η πιο αριστοτεχνικά δομημένη γυναίκα ηρωίδα σε μυθιστόρημα που έχω διαβάσει. Μία αντι-ηρωίδα χαμηλής νοημοσύνης, αλλά υψηλής συναισθηματικής φόρτισης, δοσμένη με τέτοιο τρόπο, ώστε το σχεδόν γκροτέσκο και κωμικό της πρόσωπο να δημιουργεί θλίψη και σφίξιμο στο στομάχι”, γράφει ο Αλεξίου στο Bookstand. Είναι η διαταραγμένη προσωπικότητά της που κάνει και την αφήγησή της ιδιαίτερη, εφαρμογή της παροιμίας «Από μικρό κι από τρελό μαθαίνεις την αλήθεια».
Κι η αλήθεια αφορά τη μεταπολεμική ιστορία μας, που δεν είναι ούτε τόσο αιτιώδης όπως την παρουσιάζουν οι ιστορικοί, ούτε τόσο μονοεστιακή όπως οι πλείστες μαρτυρίες που ακούμε. Είναι η διαταραγμένη ιστορία μιας αλλοπρόσαλλης Ελλάδας, η οποία δια της παράξενης αφηγήτριας ξαναπαίρνει χρώμα και αποκαλύπτεται υπό μια παράδοξη όσο και πρόσφορη σε συμπεράσματα οπτική γωνία. Η χώρα στην τραγική της μοίρα διακωμωδείται, στην μεταπολεμική της τύχη αυτοσατιρίζεται, στη διασαλευμένη πορεία της δέχεται ακούσια την ευεργετική ειρωνεία μιας δικής της συνείδησης. Γιατί, όπως η Ραραού μέσα στις υπεροπτικές φαντασιώσεις της νομίζει ότι είναι κάτι που δεν είναι, έτσι κι η άμοιρη Ελλάδα βγαίνει νικήτρια, αλλά εμφανώς πληγωμένη από τον πόλεμο, ο οποίος δεν της απένειμε μόνο δάφνες.
“Η μητέρα του σκύλου” εμφανίζεται στα ελληνικά γράμματα σε μια εποχή που φαίνεται ότι οι εμφυλιακές διχοστασίες αμβλύνονται και επικρατεί μια περισσότερο συμφιλιωτική διάθεση. Υπ’ αυτές τις συνθήκες, το έργο έρχεται να θυμίσει, ξαναδιαβάζοντας τις μετεμφυλιακές μας πληγές, ότι ο μεταπολεμικός ελληνικός κόσμος δεν ζει απλώς μοιρασμένος ανάμεσα στη δεξιά και την αριστερά, αλλά ζει και βαθιά τραυματισμένος από μια τραγωδία που δεν είναι απλώς πολιτική, αλλά εθνική, πολιτισμική, κοινωνική.
Παύλος Μάτεσις, “Η μητέρα του σκύλου”, Εκδόσεις Καστανιώτη, 1990 (πρώτη έκδοση), σελ. 254, τιμή: 14,91€
Nessun commento:
Posta un commento