Το ότι η Ελλάδα ήταν προσεχής στόχος της Ιταλίας, το γνώριζαν οι Έλληνες από τον Αύγουστο του 1923, όταν ο Μουσολίνι βομβάρδισε την Κέρκυρα μετά την δολοφονία Ιταλών αξιωματικών στο δρόμο Ιωαννίνων - Κακκαβιάς.
Από τον Απρίλιο του 1939, όταν οι Ιταλοί κατέλαβαν την Αλβανία, κανένας δεν είχε πια αμφιβολίες για την επικείμενη επίθεση.
Ο Έλληνας πρέσβης στη Ρώμη, Ιωάννης Πολίτης (1890/1959), στις 15 Μαΐου 1940 ειδοποίησε τον πρωθυπουργό Ιωάννη Μεταξά να αναμένει η Ελλάδα αιφνιδιασμό.
Ο διπλωμάτης αυτός είχε τοποθετηθεί στις 21 Φεβρουαρίου του 1940 πρέσβης στη Ρώμη όπου και παρέμεινε μέχρι τη κήρυξη του Ελληνοϊταλικού Πολέμου του 1940. Στη διάρκεια της παραμονής του στη Ρώμη ο Ιωάννης Πολίτης είχε αναπτύξει ένα ευρύτατο δίκτυο συλλογής πληροφοριών. Ο Πολίτης μετά τη κατάληψη της Ελλάδας από τους Γερμανούς διέφυγε στη Μέση Ανατολή.
Και όταν στις 10 Ιουνίου του 1940 η Ιταλία κήρυξε τον πόλεμο στην Αγγλία και στην Γαλλία, η Ελλάδα περίμενε πια τη σειρά της.
Από τις 18 Ιουνίου, μονάδες του ελληνικού στόλου δέχτηκαν απροειδοποίητα αεροπορικές επιθέσεις στον Κορινθιακό, στη Ναύπακτο, στην Αίγινα και στη Σαλαμίνα που όμως αστόχησαν.
Στις 7 Αυγούστου 1940, ο πρωθυπουργός Ιωάννης Μεταξάς κάλεσε τον πρέσβη της Ιταλίας στην Αθήνα, Emanuele Grazzi και διαμαρτυρήθηκε τόσο για τις επιθέσεις εναντίον των ελληνικών μονάδων και για τις παραβιάσεις του ελληνικού εναέριου χώρου από ιταλικά αεροπλάνα, όσο και για τον απρεπή τόνο με τον οποίο ο υπουργός Εξωτερικών της Ιταλίας Galeazzo Ciano απευθυνόταν συνήθως στον πρέσβη της Ελλάδας στη Ρώμη Ιωάννη Πολίτη.
Νωρίτερα, την ίδια πάντα μέρα 7 Αυγούστου, ο πρέσβης Ιωάννης Πολίτης είχε κληθεί στο ιταλικό υπουργείο Εξωτερικών, όπου ο υφυπουργός επί των Αλβανικών Υποθέσεων κατηγόρησε την Ελλάδα ότι παραβιάζει την ουδετερότητά της επιτρέποντας σε αγγλικά πολεμικά να περιφέρονται και να ελλιμενίζονται στις ελληνικές ακτές.
Στις 11 Αυγούστου, σύσσωμος ο ιταλικός Τύπος κατηγορούσε την Ελλάδα για τη δολοφονία του Αλβανού Νταούτ Χότζα στην ελληνοαλβανική μεθόριο».
Τα πράγματα είχαν αγριέψει και το ότι η Ιταλία θα επιχειρούσε εισβολή στην Ελλάδα από τα ελληνοαλβανικά σύνορα ήταν κοινό μυστικό για τους Έλληνες.
Την ακριβή ημερομηνία ο Μεταξάς την έμαθε στις 23 Οκτωβρίου 1940, όταν ο πρέσβης της Ελλάδας στη Ρώμη, Ιωάννης Πολίτης, του τηλεγράφησε ότι η εισβολή είχε προσδιοριστεί για το διάστημα ανάμεσα στις 25 και 28 του ίδιου μήνα.
Τα υπόλοιπα τα ξέρουμε πώς έγιναν.
Όμως δεν γνωρίζουμε τί έγινε στην Ιταλία στις Ελληνικές Παροικίες, μετά την κήρυξη του πολέμου.
Το Υπουργείο Εξωτερικών της Κυβέρνησης Μεταξά ζήτησε αμέσως την εκκένωση των ελληνικών διπλωματικών αρχών, όπως προκύπτει από τα τρία τηλεγραφήματα που παραθέτω για πρώτη φορά στο φως της δημοσιότητας στα πλαίσια των πολυετών ερευνών μου για την ιστορία της διαποράς.
Στις 2 Νοεμβρίου 1940 ο πρέσβης στη Ρώμη Ιωάννης Πολίτης τηλεγραφεί στο Προξενείο της Νάπολης και ζητεί τον ακριβή αριθμό των Ελλήνων επισήμων που θα επιθυμούσαν να επαναπατριστούν.
Ο πρόξενος Διονύσιος Τυπάλδος, αφού απάντησε την ίδια μέρα ότι κανένας Έλληνας επίσημος δεν υπήρχε, αλλά μόνο τέσσερεις φοιτητές που ήθελαν να επαναπατριστούν επειδή δεν μπορούσαν πια να λαβαίνουν χρήματα από τις οικογένειές τους, ζητούσε περαιτέρω οδηγίες.
Ο πρέσβης Πολίτης του απαντάει αμέσως από τη Ρώμη ότι η αναχώρηση των διπλωματών είχε καθοριστεί για το απόγευμα της επομένης Δευτέρας και παρακαλούσε τον πρόξενο Τυπάλδο να βρίσκεται στη Ρώμη το μεσημέρι της Δευτέρας στο ξενοδοχείο Continentale και ότι σε περίπτωση που θα συνοδευόταν κι από άλλους Ελληνες επισήμους έπρεπε να του στείλει επειγόντως με τηλεγράφημα τα ονόματά τους.