ΤΑ ΚΕΛΛΙΑ ΤΗΣ ΤΗΝΟΥ

ΤΑ ΚΕΛΛΙΑ ΤΗΣ ΤΗΝΟΥ
Και στα Κελλιά με χρώματα άσπρα και ήλιο μεθούν

giovedì 6 ottobre 2011

Γ. ΣΕΦΕΡΗ, Ὁ γυρισμὸς τοῦ ξενιτεμένου

Ὁ γυρισμὸς τοῦ ξενιτεμένου

- Παλιέ μου φίλε τί γυρεύεις;
χρόνια ξενιτεμένος ἦρθες
μὲ εἰκόνες ποὺ ἔχεις ἀναθρέψει
κάτω ἀπὸ ξένους οὐρανοὺς
μακριὰ ἀπ᾿ τὸν τόπο τὸ δικό σου.

- Γυρεύω τὸν παλιό μου κῆπο·
τὰ δέντρα μοῦ ἔρχουνται ὡς τὴ μέση
κι οἱ λόφοι μοιάζουν μὲ πεζούλια
κι ὅμως σὰν ἤμουνα παιδὶ
ἔπαιζα πάνω στὸ χορτάρι
κάτω ἀπὸ τοὺς μεγάλους ἴσκιους
κι ἔτρεχα πάνω σὲ πλαγιὲς
ὥρα πολλὴ λαχανιασμένος.

- Παλιέ μου φίλε ξεκουράσου
σιγὰ-σιγὰ θὰ συνηθίσεις·
θ᾿ ἀνηφορίσουμε μαζὶ
στὰ γνώριμά σου μονοπάτια
θὰ ξαποστάσουμε μαζὶ
κάτω ἀπ᾿ τὸ θόλο τῶν πλατάνων
σιγὰ-σιγὰ θὰ ῾ρθοῦν κοντά σου
τὸ περιβόλι κι οἱ πλαγιές σου.

- Γυρεύω τὸ παλιό μου σπίτι
μὲ τ᾿ ἀψηλὰ τὰ παραθύρια
σκοτεινιασμένα ἀπ᾿ τὸν κισσὸ
γυρεύω τὴν ἀρχαία κολόνα
ποὺ κοίταζε ὁ θαλασσινός.
Πῶς θὲς νὰ μπῶ σ᾿ αὐτὴ τὴ στάνη;
οἱ στέγες μου ἔρχουνται ὡς τοὺς ὤμους
κι ὅσο μακριὰ καὶ νὰ κοιτάξω
βλέπω γονατιστοὺς ἀνθρώπους
λὲς κάνουνε τὴν προσευχή τους.

- Παλιέ μου φίλε δὲ μ᾿ ἀκοῦς;
σιγὰ-σιγὰ θὰ συνηθίσεις
τὸ σπίτι σου εἶναι αὐτὸ ποὺ βλέπεις
κι αὐτὴ τὴν πόρτα θὰ χτυπήσουν
σὲ λίγο οἱ φίλοι κι οἱ δικοί σου
γλυκὰ νὰ σὲ καλωσορίσουν.

- Γιατί εἶναι ἀπόμακρη ἡ φωνή σου;
σήκωσε λίγο τὸ κεφάλι
νὰ καταλάβω τί μοῦ λὲς
ὅσο μιλᾶς τ᾿ ἀνάστημά σου
ὁλοένα πάει καὶ λιγοστεύει
λὲς καὶ βυθίζεσαι στὸ χῶμα.

- Παλιέ μου φίλε συλλογίσου
σιγὰ-σιγὰ θὰ συνηθίσεις
ἡ νοσταλγία σου ἔχει πλάσει
μιὰ χώρα ἀνύπαρχτη μὲ νόμους
ἔξω ἀπ᾿ τὴ γῆς κι ἀπ᾿ τοὺς ἀνθρώπους.

- Πιὰ δὲν ἀκούω τσιμουδιὰ
βούλιαξε κι ὁ στερνός μου φίλος
παράξενο πὼς χαμηλώνουν
ὅλα τριγύρω κάθε τόσο
ἐδῶ διαβαίνουν καὶ θερίζουν
χιλιάδες ἅρματα δρεπανηφόρα.

Ἀθήνα, ἄνοιξη ῾38


3 commenti:

  1. Χτύπησες δάκρυ , Κελλιανέ !!!

    RispondiElimina
  2. Η διαπίστωση η πιο τραγική είναι ότι όταν χάνεις τους γονείς σου η οικογένεια διαλύεται οριστικά και αρχίζουν οι αδίστακτοι διχασμοί για τα κληρονομικά κ.ο.κ. με όλα τα οδυνηρά επακόλουθα. Και χάνουμε τα όρια του μέτρου και της αξιοπρέπειας.

    Χωρίς περίσκεψιν, χωρίς λύπην, χωρίς αιδώ
    μεγάλα κ’ υψηλά τριγύρω μου έκτισαν τείχη.

    Και κάθομαι και απελπίζομαι τώρα εδώ.
    Άλλο δεν σκέπτομαι: τον νουν μου τρώγει αυτή η τύχη·

    διότι πράγματα πολλά έξω να κάμω είχον.
    A όταν έκτιζαν τα τείχη πώς να μην προσέξω.

    Aλλά δεν άκουσα ποτέ κρότον κτιστών ή ήχον.
    Aνεπαισθήτως μ’ έκλεισαν από τον κόσμον έξω.
    Κ.Καβάφης

    Για τον ξενιτεμένο είναι μια δεύτερη δοκιμασία, χωρίς πια την παραμυθία των γονιών.
    C'est la vie!!!
    Θου, Κύριε, φυλακήν τω στόματί μου και θύραν περιοχής περί τα χείλη μου.
    Μη εκκλίνης την καρδίαν μου εις λόγους....

    RispondiElimina
  3. Παρασκευή βράδυ, παίζεις με τους πιό ενδόμυχους φόβους μου...

    RispondiElimina