Φωτοστιγμιότυπα από μια περιήγηση στην Πομπηία.
Κρυστάλλη Γλυνιαδάκη
Ούτε την Πομπηία τη λυπήθηκε κανείς
Στο κέντρο του μωσαϊκού
ένα χταπόδι πνίγει έναν αστακό.
Τριγύρω άλλα πλάσματα της θάλασσας
παρατηρούν την πάλη. Ένα γκριζοκαπόνι,
ένας σαργός, ένα τεράστιο λυθρίνι
με ανοιχτό το στόμα, μια σμέρνα,
ένα μυξινάρι, ένα σκυλόψαρο και ένα καλαμάρι
στα δεξιά, με την αστεία, παπική του τιάρα.
Μια αλκυόνη παρατηρεί προσεκτικά
τον πελαγίσιο αγώνα, όπως θα τον κοίταζαν
κι οι καλεσμένοι, αναπαυόμενοι στα απαλά
ανάκλιντρα της Οικίας του Φαύνου,
πίνοντας κρασιά λαχταριστά
που σήμερα θ’ αποκαλούσαμε Greco,
Piedirosso, Lacryma Christi. Λένε
ότι τ’ αμπέλια της περιοχής
γεννούσαν εκατό εκατομμύρια
λίτρα κρασί την εποχή της Πομπηίας,
κρασί που απολάμβαναν φτωχοί και πλούσιοι
στα μύρια ταβερνεία, γιατί δεν είχαν όλοι
δυνατότητα να μαγειρεύουν σπίτι. Πολυκοσμία
στα στενά της πόλης, το αποδεικνύουν
άλλωστε οι φοβερές φιγούρες από τέφρα
που βρέθηκαν αγκαλιασμένες,
κουλουριασμένες, μαζί και μόνοι,
κάτω απ’ τη λάβα του ηφαιστείου
που καταβρόχθισε ανθρώπους, ζώα,
ολόκληρα οικοδομικά τετράγωνα.
Μιλούσα με μία φίλη στη Βοστόνη
και μου έλεγε, κοιτάζοντας απ’ το παράθυρό της,
δεν το χωράει ο νου σου: οι καλές γειτονιές
δεν έχουν πάθει τίποτα· οι φτωχικές
έχουν σβηστεί απ’ τον χάρτη
σκεπτόμενη πόσοι Ισπανόφωνοι
κι Αφροαμερικανοί πεθαίνουν την ημέρα
στην Αμερική απ’ τον ιό, γιατί αυτοί
πρέπει να βγουν να εργαστούν, αυτοί
πρέπει να ζήσουν με τη μέρα
ενώ οι λευκοί προνομιούχοι
έχουν κλειστεί στα σπίτια κι υπομένουν.
Τι θ’ απομείνει από τις πόλεις της Αμερικής
σαν σβήσει ο θάνατος; Στα πόδια
του Βεζούβιου βρίσκουμε επαύλεις,
μωσαϊκά, αγάλματα κι επιγραφές
να μας θυμίζουν τις λαμπρές γιορτές
της πόλης μα όχι και τις λύπες της.
Αυτές θα σβήσουν απ’ τον χάρτη.
Είναι αμείλικτη με τους φτωχούς η Ιστορία·
σα να μην πέρασαν ποτέ
από προσώπου γης, τα ίχνη τους
εξατμίζονται στο χρόνο, μένει μονάχα
η υποψία των όσων έζησαν,
γρίφος για τους αρχαιολόγους.
Κι εδώ που τα λέμε, τι να εκθέσεις;
Το πήλινο ποτήρι; Δεν είναι αρκετό
να δεις την πάλη του πελάγους,
τον Μεγαλέξανδρο στην Ισσό,
τα μύρια ερωτικά καπρίτσια σε βίλες,
λουπανάρια, τοιχογραφίες κυνηγιών
και άλικα συμπόσια, για να μπορείς
να φανταστείς την ένδεια των δούλων
που μείναν να φυλάξουν τ’ άδεια κτήρια;
Πώς γίναμε έτσι; ακούστηκε η φωνή
από την άλλη άκρη της γραμμής·
και πίσω ασθενοφόρα. Δε μίλησα.
Και τι να πω; Είναι αμείλικτη
με τους αυτάρεσκους η Ιστορία· όταν χτυπάει
στυγνά δεν έχεις μέρος να κρυφτείς
είτε ακκίζεσαι στον προεδρικό σου ρόλο
είτε φοράς τον πλούτο πανοπλία·
γυμνοί οι δούλοι, γυμνοί και οι αμετροεπείς.
Δε δείχνει οίκτο σε κανέναν η Ιστορία.
Ούτε την Πομπηία τη λυπήθηκε κανείς.
Nessun commento:
Posta un commento