Δεν είναι μπουγάτσα.
Δεν είναι γαλακτομπούρεκο.
Είναι η ...Σουλτάνα η πλανεύτρα που ξετρελλαίνει ορισμένους!
Στοιχειώδες, αγαπητέ μου Γουάτσον. Στοιχειώδες.
Πριν δυό μέρες έτυχε να βρεθώ σε μια συνάντηση κάπου στο βορρά. Τέλος Ιουλίου, λίγος κόσμος στοιβαγμένος σε τρένα, αεροπλάνα και αυτοκίνητα με προορισμό τη θάλασσα για να χαλαρώσει μετά ένα χρόνο δουλειάς και οικονομικής κρίσης. Οι περισσότεροι αντίθετα, ψυχωμένοι και απένταροι, στα σπίτια τους, αναμένοντας καλύτερους καιρούς για να γευτούν πάλι διακοπές. Εμείς μόλις λίγα άτομα, κλεισμένοι σε ένα γραφείο, συζητούσαμε εφ΄όλης της ύλης. Οι δύο αμέστωτοι, αλλά οι υπόλοιποι γινωμένοι και ώριμοι! Και ο πρόεδρος της σύναξης επί των επάλξεων του προεδρικού θώκου! Είχαμε έρθει από διάφορα μέρη. Η ώρα περνούσε ενώ αντιμετωπίζαμε όλα τα θέματα της ημερήσιας διάταξης. Χασμουρητά, ανία, πλήξη, κούραση λόγω προχωρημένης ηλικίας ορισμένων. Κάποιος παραπονιότανε ότι είχε ξυπνήσει χαράματα και ότι δεν πρόλαβε να χαρεί τις χάρες του Μορφέα. Ο προεδρεύων αγριοκοίταζε κάθε τόσο τον υπναλέο και χασμώμενο... εξ απορρήτων που αργούσε με τα πρακτικά της συνεδρίασης. Έξι ώρες ατέρμονης συζήτησης περί διαφόρων εκκρεμοτήτων κοινού και εθνικού ενδιαφέροντος. Η συνάντηση είχε όμως ένα χαπιέντ. Μόλις αντικρύσαμε την απρόσμενη Σουλτάνα, ξυπνήσαμε όλοι και ορμήξαμε στις ...χάρες της. Μπορεί οι άλλοι να δροσίζονταν ήδη στις λίγο πολύ άδειες παραλίες, αλλά εμείς, ενώ έξω έρριχνε καταρράκτες, γευόμασταν τη Σουλτάνα ...των ονείρων μας. Πάλι καλά που έχουμε πάντα κοντά μας την κόρη του Αγαμέμνονα και της Κλυταιμνήστρας που δεν θυσιάζεται πιά στην Αυλίδα αλλά στην κουζίνα της και έτσι μας φιλεύει με τα αξεπέραστα γλυκά της. Πάντα τέτοια να μας τρατάρεις και κερνάς, κόρη του Αγαμέμνονα.