ΤΑ ΚΕΛΛΙΑ ΤΗΣ ΤΗΝΟΥ

ΤΑ ΚΕΛΛΙΑ ΤΗΣ ΤΗΝΟΥ
Και στα Κελλιά με χρώματα άσπρα και ήλιο μεθούν

sabato 16 novembre 2024

Γιάννης Ρίτσος, Πώς αφήσαμε τις ώρες μας και χάθηκαν («Αγαμέμνων»)

Πώς αφήσαμε τις ώρες μας
και χάθηκαν,
πασχίζοντας ανόητα
να εξασφαλίσουμε μια θέση
στην αντίληψη των άλλων.
Ούτε ένα δικό μας δευτερόλεπτο,
μέσα σε τόσα μεγάλα καλοκαίρια,
να δούμε τον ίσκιο ενός πουλιού
πάνω στα στάχυα
- μια μικρή τριήρης
σε μια πάγχρυση θάλασσα -
μπορεί μ' αυτήν
ν' αρμενίζαμε για έπαθλα σιωπηλά,
για κατακτήσεις πιο ένδοξες.
Δεν αρμενίσαμε.
Γιάννης Ρίτσος

martedì 17 settembre 2024

Η ΚΑΤΑΛΥΤΙΚΗ ΣΥΜΒΟΛΗ ΤΗΣ ΟΜΟΓΕΝΕΙΑΣ ΣΤΗΝ ΠΑΛΙΓΓΕΝΕΣΙΑ. ΥΠΟΔΟΥΛΟΣ ΚΑΙ ΑΠΟΔΗΜΟΣ ΕΛΛΗΝΙΣΜΟΣ ΣΤΑ ΠΡΟΕΠΑΝΑΣΤΑΤΙΚΑ ΧΡΟΝΙΑ.

ΟΙ ΑΠΑΡΧΕΣ ΤΗΣ ΕΘΝΙΚΗΣ ΑΦΥΠΝΙΣΗΣ

Από τους Έλληνες των παροικιών ξεκίνησε η πνευματική αλλά και πολιτική αναγέννηση του υπόδουλου έθνους.



 

Ο Έλληνας στις δύσκολες συγκυρίες έβρισκε πάντα εκτόνωση και διέξοδο με την αποδημία. Στην αρχαιότητα έκτισε αποικίες κι αργότερα στους αιώνες της δουλείας άνοιξε εστίες και κοινότητες. Ας θυμηθούμε τη Magna Graecia, αλλά και τη Βακτριανή και τη Δυτική Ελλάδα του Καβάφη. Η διασπορά είναι σπορά, διάδοση και άπλωμα του Ελληνισμού σε νέες εστίες. Από τη μια η μητροπολιτική κοιτίδα, το λίκνο, από την άλλη οι διασπορικοί θύλακες και οι ομογενειακές νησίδες, οι παραφυάδες. OΈλληνας συναισθηματικά δεν έκοβε ποτέ τον λώρο με το έθνος. Και για να μην υποφέρει στην ξενιτειά από τον ξερριζωμό έφτιαχνε νέους θύλακες ελληνικότητας, νέες και άλλες Ελλάδες στους τόπους όπου ξανάστηνε το σπιτικό του. Έτσι με τα επάλληλα ρεύματα μετοικεσίας επεκτάθηκε ο απανταχού Ελληνισμός σε μια νέα Μεγάλη Ελλάδα, που δεν είναι μόνο η γνωστή ιστορική MagnaGraecia, αλλά μια ιδεατή χωρίς σύνορα Ελλάδα των απανταχού Έλλήνων.

Απ' όσα γνώρισα ειμ' εγώ ένα μέρος

Άλφρεντ Τέννυσον, Οδυσσέας

 

Η διασπορά είναι επίσης διασκορπισμός, νοσταλγία και φθορά. Όταν περνώ από το Paestum της Καμπανίας, από το Καργέζε της Κορσικής και από τη Μοντρέστα της Σαρδηνίας θυμάμαι το κείμενο του Αθήναιου από το οποίο εμπνεύστηκε ο Καβάφης τους στίχους των Ποσειδωνιατών του.

Ο Έλληνας της ιστορικής διασποράς είχε πάντα στραμμένη την καρδιά του στη δικιά του την Ιθάκη, με την ελπίδα και τη λαχτάρα του νόστου. Ονειροπολούσε το νόστιμον ήμαρ. Δεν ξεχνούσε ποτέ την όποια Ιθάκη του. Καμμιά θυγατέρα κανενός Άτλαντα δεν κατάφερνε να τον θέλξει μαλακοίσι και αιμυλίοισι λόγοισι για να ξεχάσει τα πατρογονικά του, τις ρίζες του και την πολιτιστική του ταυτότητα. Γιατί ο κάθε Έλληνας της διασποράς ήταν πάντα σαν τον ομηρικό Οδυσσέα, ιέμενος και καπνόν αποθρώσκοντα νοήσαι ης γαίης. Ο Έλληνας στις εστίες της διασποράς αναζητούσε προσωρινό άσυλο και φιλοξενία, προσμένοντας το νόστιμον ήμαρ, τη μέρα της επιστροφής.

Η διασπορά είναι η εποποιία των αποδήμων στις νέες εστίες του Ελληνισμού. Την εποποιία της διασποράς που συγκρότησε στην περίοδο της τουρκοκρατίας αυτή τη νέα Μεγάλη Ελλάδα, πέρα ακόμα και από την ιστορική Magna Graecia, την ανακάλυψα στα χρόνια του σχολείου. Φυλάω με ευλάβεια ακόμα ένα κιτρινισμένο βιβλίο που μου άναψε την περιέργεια, δίνοντας εναύσματα και κίνητρα για να καταπιαστώ με τη διασπορά, πολύ πιό πριν πάρω κι εγώ το δρόμο προς την Εσπερία. Το βιβλίο εκδόθηκε στην Αθήνα το 1944, με τον τίτλο ΜΕΓΑΛΗ ΕΛΛΑΣ από τον ιστορικό Πέτρο Καλονάρο. Είναι το βιβλίο που μου άνοιξε τα μάτια για να ξεκινήσω την μύησή μου στην ιστορία της διασποράς των Μανιατών.

'Ετσι γνώρισα πρώτα στα βιβλία το Καργέζε της Κορσικής. Αλλά στον θύλακα της Μοντρέστας με έφερε η ζωή μου η ίδια.

Οι σχέσεις της Μάνης με τις εστίες της διασποράς κατά την τουρκοκρατία έχουν διαπιστωθεί από καιρό από τους ερευνητές της νεώτερου ελλληνισμού και από τους ιστορικούς της Λακωνίας και Μάνης, και υπενθυμίζω ιδιαίτερα μερικούς, τον Καλονάρο, τον Σάθα, τον Λάμπρο, τον Βακαλόπουλο, τον Βαγιακάκο και τον Χασιώτη.

Στη Νάπολη ζούσαν πολλοί Μανιάτες που είχαν διαφύγει εκεί πρώτα στη δεκαετία του 1530 και αργότερα στη δεκαετία του 1570 μετά την αποτυχία των εξεγέρσεων στο Βραχίονα της Μάνης.

Οι Χιμαριώτες είχαν ξεσηκωθεί ανεπιτυχώς το 1566/1568 με τη στήριξη του αντιβασιλέα της Νάπολης που τους είχε στείλει πολεμοφόδια, ενώ η Ισπανία επιτηρούσε τις τουρκικές επιχειρήσεις στην Αδριατική για να αποτρέψει επεκτατικές βλέψεις στη νότια Ιταλία.

Επαναστατικές ενέργειες εκδηλώθηκαν ταυτόχρονα στα Σάλωνα, στο Γαλαξίδι και στη Μάνη, εκ νέου στη Χιμάρα, στην Πάργα, τις οποίες υπέθαλπαν οι Ισπανοί της Νάπολης και εν μέρει οι Βενετσάνοι από τη Κέρκυρα. Ας θυμηθούμε όμως και την έκρηξη του κυπριακού πολέμου το Φεβρουάριο 1570 και τη ναυμαχία της Ναυπάκτου στις 7 Οκτωβρίου 1571.

Το 1570 σημειώθηκαν επαφές για μια συνομοσπονδία Χιμαριωτών και Μανιατών (far confederati ipopoli della Cimera dell'Albania e del Brazzo di Maina επιστολή 7.6.1570 του Andrea Londano στους CapiConsiglio di X της Βενετίας, βλ. Χασιώτη, σελ. 238/239) με σκοπό να συμπράξουν σε στρατιωτικές επιχειρήσεις εναντίον των Τούρκων.

Οι Μανιάτες παράλληλα εξουσιοδότησαν εγγράφως στις 4.3.1571 δικούς τους πληρεξούσιους για να αρχίσουν αμέσως διαπραγματεύσεις με τους Βενετσάνους.

Η είδηση των επαναστατικών αναστατώσεων στη Χιμάρα, στην Παρνασσίδα και στη Μάνη είχε μεγάλη απήχηση στις ελληνικές διασπορικές κοινότητες της Νάπολης και της Βενετίας.

Τα μέλη αυτών των εστιών ήταν πλήρως ενήμερα για τις επιχειρήσεις και τις διαπραγματεύσεις που διεξάγονταν από τους Μανιάτες και τους Χιμαριώτες με τους Βενετούς, τους Ισπανούς και τον Πάπα στα χρόνια 1570/1582 και 1612/1613.

Οι Βιτυλιώτες στις 6 Μαιου 1571 έκαναν έκκληση προς τον αφέντη και σερενίσσιμο πρήντζηπα της Βενετίας για αποστολή όπλων και για σύμπραξη σε επιχειρήσεις στο Μοριά.

Στη Δύση ο αντιβασιλιάς της Νάπολης αλλά και ο δον Ζουάν της Αυστρίας στη διετία 1571-1572 προσπάθησαν να πείσουν τον Φίλιππο 2ο να βοηθήσει στρατιωτικά τους υπόδουλους της Μάνης που εξύφαιναν τότε εθνεγερτική συνωμοσία κάτω από την ηγεσία του αρχιεπισκόπου Μονεμβασίας Μακάριου Μελισσηνού.

Στη Μάνη, στο πλευρό του Μελισσηνού βρίσκονταν ο Θεόφιλος Βεντούρας από το Μυστρά και ο Κωνσταντίνος Τραδιάκος; ο Τραδιάκος, μετά την αποτυχία του επαναστατικού εγχειρήματος ακολούθησε τους Μελισσηνούς/Μελισσουργούς στην Ιταλία και στην Ισπανία (1573), και τον βρίσκουμε να είναι μέλος της ελληνικής αδελφότητας και ναυτολογημένο στο ναπολετάνικο στόλο κατά τη διάρκεια της αντιβασιλείας του don Juan de Zuniga (1579-1582).

Οι δυό Μελισσηνοί Μακάριος και Θεόδωρος και ο γιός του Θεοδώρου, Niceforo Melisseno-Comneno (oMelissurgo), από τη Νάπολη συνέχιζαν να βολιδοσκοπούν τις ευρωπαϊκές κυβερνήσεις και αυλές για να διαπιστώσουν τις προθέσεις τους για την τύχη του υπόδουλου Ελληνισμού:

«Fra i Prelati greci, ch'ebbero l'onore della sepultura in questa chiesa vive glorioso nella mente della nazione, Macario Melisseno Comneno Arcivescovo di Malvasia nel Peloponneso, della stirpe de'Cesari Bizantini, zelante difensore della cattolica fede. Non avendo altra mira, che di liberare dall'oppressione i Greci d'Oriente, spinse contro di loro un esercito a proprie spese di venticinque mila pedoni, e tre mila cavalli, intimando la guerra alla maomettana superstizione, che regnava in alcune provincie. Avrebbe de' suoi voti e premure ottenuto l'effetto con felice successo, se avesse potuto continuare questa spedizione, e non più tosto ad un tratto fossero consumate le sue sostanze. Con Teodoro suo fratello ritiratosi in Napoli, Filippo II accolse, tramite il suo viceré, con onore, e con patenti di stima un uomo che per amor della religione aveva sofferti con ugual pazienza, e fortezza gli oltraggi del comune nemico. Teodoro finì i suoi giorni l'anno 1582, e l'Arcivescovo Macario nel 1585».

Ο Μακάριος Μελισσηνός στη Νάπολη ήταν σε επαφή με τον Κύπριο αντιγραφέα χειρογράφων κωδίκων Giovanni Santamaura; Ο Θεόδωρος Μελισσηνός είχε παντρευτεί με την μοραΐτισσα Αναστασία Διαμαντή, της οποίας η οικογένεια είχε εγκατασταθεί στη Νάπολη από το 1532.

Ο Μακάριος Μελισσηνός είχε τη στήριξη του παπικού Νούντσιου στη Νάπολη και από το 1580 ο πάπας του παραχωρούσε μια σύνταξη sopra la chiesa di Avellino duecento scudi di pensione in cambio de lapensione che sinhora se gli è data. Ο νούντσιος Fantino Petrignani είχε λάβει στις 19 Νοεμβρίου 1580, από τον Γραμματέα Επικρατείας της Αγίας Έδρας Tolomeo Galli οδηγίες για την διαδικασία χορήγησης αυτής της προνομιακής σύνταξης στον Μακάριο. Συγκεκριμένα ο Μακάριος όφειλε προκαταβολικά να κάνει στα ελληνικά ομολογία πίστεως μπροστά σε μάρτυρες που γνώριζαν καλά τα ελληνικά:

«è bisogno che l'arcivescovo facci il medesimo et acciò possi farlo in modo che intendi ciò che fa sarà con questa la professione predetta in lingua e carattere greco, la quale, V.S. doverà far leggere et giurare et sottoscrivere da l'arcivescovo avanti lei, presenti dei testimonii confidenti et conoschino che l'arcivescovo legge la professione distesamente come sta senza accrescerci né sminuirne parola. Li quali doi testimoni si sottoscrivino loro ancor et de le persone così ben intelligente de la lingua greca ne haverà V.S. in abbondanza. Spedita che sarà la scrittura nel modo sopradetto doverà V.S. rimandarla in mano mia che così è mente et ordine di N.S. So che l'arcivescovo non si renderà punto difficile in far la predetta professione quando intenderà così esser ricercato da Sua Beatitudine et a questo effetto io scrivo l'alligata. Insieme con la sottoscrizione de l'arcivescovo V.S. farà che vi metta anco il suo sigillo».

Οι Μανιάτες και οι Χιμαριώτες ήταν διαρκώς σε επαφή με στελέχη της ομογένειας στη Νάπολη και ειδικά με τον Πέτρο Λάντζα που δρούσε για λογαριασμό του Ισπανού βασιλιά Φιλίππου Β και των Βενετσάνων της Κέρκυρας.

Οι ξεσηκωμένοι Ηπειρώτες και Μοραΐτες μαζί με τη διασπορά ζητούσαν το 1581 από τον πάπα Γρηγόριο 13ο να διοργανώσει μια νέα σταυροφορία για την απελευθέρωση των χριστιανών του Λεβάντε και να πείσει το βασιλιά Φίλιππο 2ο να στείλει μισθοφόρους Ρωμαίους και Αρβανίτες από τις εστίες της διασποράς για να λευτερώσουν όλη την Αρβανιτιά και τον Μοριά και του υπόσχονταν ότι σε αντάλλαγμα θα δεχόταν την εκκλησιαστική του δικαιοδοσία στα μέρη τους αρκεί να σεβόταν τον ελληνόρρυθμο τυπικό στις ιερές ακολουθίες.

Με αυτές τις εκκλήσεις τους οι Ρωμαίοι εκλιπαρούσαν τη μεσολάβηση του πάπα για να πειστεί η ισπανική αυλή να στηρίξει τα επαναστατικά κινήματα στη ΝΑ Ευρώπη και στα Βαλκάνια, υποσχόμενοι κατά κάποιο τρόπο τη συνένωση των εκκλησιών. Οι Έλληνες ζητούσαν σε τελευταία ανάλυση τα ίδια προνόμια των Ελλήνων της διασποράς που διατηρούσανε την ελληνική γλώσσα στις τελετουργίες τους.

Οι περιοχές όπου παρατηρούνταν διαρκής επαναστατικός οργασμός και αναστάτωση ήταν η Αρβανητιά στην Ήπειρο και η Μεγάλη Μάνη στο Μοριά γιατί εκεί η γεωγραφία ευνοούσε τις εθνεγερτικές επιχειρήσεις και δυσχέραινε την καταστολή των εξεγέρσεων. Τα κατασκοπευτικά δίκτυα της Ισπανίας και της Βενετίας παρακολουθούσαν τους αρειμάνιους και ορεσίβιους αυτούς πληθυσμούς και τις επαφές που είχαν με τις διασπορικές εστίες και με διάφορες δυνάμεις που συνδαύλιζαν τις ταραχές και τους ξεσηκωμούς.

Ο πάπας Γρηγόριος 13ος υπέθαλπε αυτά τα σχέδια και βοηθούσε τους χριστιανούς του Λεβάντε. Η ομογένεια της Νάπολης συχνά κατέφευγε, μέσω του Νούντσιου στη Νάπολη, στον πάπα για να εκλιπαρήσει τη μεσολάβησή του υπέρ των κατατρεγμένων χριστιανών και για την εξαγορά και απελευθέρωση αιχμαλώτων:

«Alcuni poveri greci et albanesi, li quali dicono esser christiani et che, essendosi ritirati ad habitare in regno per fugir il dominio de turchi, sono stati fatti prigionieri et tenuti schiavi ne le galere né trovano via di ritornar in libertà se ben mostrano che non sono infedeli, hanno fatto supplicare N.S. del suo benigno patrocinio. Pertanto la S.tà S., che conosce esser una de le principali cure de la carica sua di sovenir per quanto può a l'oppressioni de christiani, dice che V.S., pigliando diligente informatione del fatto, parli poi al sig. viceré et con chi altro sarà bisogno per la liberatione de i predetti poverelli in evento che il caso sia de la maniera che da loro è rapresentato».

Το 1583 ο πάπας προμήθευσε οπλισμό στους Χιμαριώτες που τους παραδόθηκε μέσω της Νάπολης. Τότε πράγματι ο Νούντσιος στη Νάπολη Silvio Savelli ζήτησε από τον αντιβασιλέα τη χορήγηση άδειας διέλευσης και εξαγωγής των πολεμοφοδίων και ο αντιβασιλέας πληροφόρησε τον Νούντσιο να είναι ιδιαίτερα επιφυλακτικός με τους Χιμαριώτες για να μη καταλήξουν τα όπλα στα χέρια των Τούρκων γιατί κυκλοφορούσαν φήμες ότι οι βορειοηπειρώτες έπαιζαν διπλό παιχνίδι:

«Nel raccomandar al sig. viceré questi cimariotti per l'estrattione dell'armi particolarmente che N. S. gli aveva concessi, m' ha avertito ch' è informato di bon luogo che queste genti, come hanno condotte l'armi in quelle terre, le vendano a' turchi et che perciò è bene di starci considerato che questo saria un dar armi in mano de nemici istessi, che per bon fine deferirà di conceder questa licenza sin che N.S. dirà che così sia di voluntà sua per haver altre informationi più vere et che in ogni caso è bene che si scriva il numero et la spetie dell'armi che S. S.tà gli ha concessi».

Το 1584 ο πρίγκιπας της Μολδαβίας και δεσπότης της Πελοποννήσου, Giovanni Giorgio Eracleo, που είχε μεριμνήσει για την ανασυγκρότηση του τάγματος των ιπποτών του Αγίου Γεωργίου, κατέφυγε στον πάπα για να του ζητήσει βοήθεια, soccorso spirituale e temporale, επ΄ευκαιρία της επιστροφής του στο Λεβάντε για να επανακτήσει τις κτήσεις per la recuperatione delli stati suoi d'Oriente:

«Il sig. Giovanni Giorgio Eracleo, prencipe di Moldavia et despoto del Peloponesso, doppo l' haver ridotto in bonissimo termine la religione de' cavalieri di S. Giorgio, che era quasi estinta, si risolve di andarsene a la recuperatione delli stati suoi d'Oriente, ove è chiamato con molta istanza da quei popoli et, perché egli in quei paesi potrà esser di molto giovamento alla christianità contro infideli, scrive alla S.tà di N. S. supplicandola volerlo aiutare di soccorso spirituale et temporale et a questo effetto manda il cav. Gioseffo de Canibus; supplico V.S. Ill.ma che si degni favorirlo presso S. B.ne in tutto ciò che potrà».

Το 1597 ο επιτετραμμένος της Βενετίας στη Νάπολη μαθαίνει ότι έφτασαν εκεί δύο απεσταλμένοι του αρχιεπισκόπου Οχρίδας Αθανασίου για να βρουν βοήθεια για μια νέα εξέγερση των Χιμαριωτών.

Ο Scaramelli κατασκόπευε τις κινήσεις τους στη Νάπολη και στις 8 Ιουλίου 1597 έστειλε στη Γερουσία μια αναφορά ότι ο ίδιος ο Αθανάσιος αναμενόταν στο βασίλειο της Νάπολης και ότι ο αντιβασιλέας διέταξε να τον παρεμποδίσουν και να τον κρατήσουν με τη συνοδεία του στην κωμόπολη Melendugno:

«L'arcivescovo Atanasio, avendo visto ritornare i messi da lui inviati a Napoli senza alcun risultato concreto, s'è deciso a trasferirsi personalmente nel regno. Il viceré ha già dato ordine che sia fermato ed ospitato col suo seguito a Melendugno, casale di Lecce, ove alcuni greci vivono nel loro rito».

Στις 2 Σεπτεμβρίου 1597, ο πρέσβυς ειδοποιούσε τη Γερουσία ότι ο Αθανάσιος είχε φύγει από την Απουλία με προορισμό τη Ρώμη και ότι στο μεταξύ είχε καταγγείλει αδίκως έναν καλόγερο από τα Χανιά ότι ήταν σπιούνος των Τούρκων κι έτσι τον κλείσανε στις φυλακές παρά το γεγονός ότι βρισκόταν στην Ιταλία με συστατικές επιστολές των ηγουμένων του για να βρει πόρους για την εξαγορά του αδελφού του. Η συμπεριφορά αυτή του Αθανασίου έκανε τον αντιβασιλέα της Νάπολης να χάσει κάθε υπόληψη για τον πατριάρχη, όπως γράφει στην έκθεσή του ο Scaramelli.

Στις 30 Μαρτίου 1599, ο Scaramelli ειδοποιούσε τη Γαληνοτάτη ότι ο Αθανάσιος είχε υποβάλει ένα μνημόνιο memoriale στον αυτοκράτορα όπου κατηγορούσε τον αντιβασιλέα της Νάπολης ότι εμπόδιζε τα εθνεγερτικά σχέδια στην Αρβανητιά, στο Μοριά και στο Λεβάντε για να είναι ευάρεστος στη Βενετία. Σύμφωνα με πληροφορίες που είχε συλλέξει ο Scaramelli, ο Αθανάσιος πίεζε για να γίνει δεκτός σε ακρόαση στην αυλή της Ισπανίας ενώ ο αντιβασιλέας Olivares προσπαθούσε να αντικρούσει τις συκοφαντίες του και κατηγορούσε τον Αθανάσιο και τον Έλληνα συνοδό του για εγκλήματα πίστεως delitti di fede.

Στο μεταξύ, γύρω στο φθινόπωρο του 1599, η Νάπολη ενίσχυε τις αμυντικές οχυρώσεις στην Καλαβρία, φοβούμενη εφόδους των Τούρκων αλλά ένας Έλληνας μυστικός πράκτορας που μόλις είχε επιστρέψει από την Κωνσταντινούπολη una spia giunta da Costantinopoli ανέφερε ότι οι Τούρκοι ενδιαφέρονταν τότε περισσότερο να έχουν υπό έλεγχο την Ελλάδα και το Αιγαίο για να αποσοβήσουν εξεγέρσεις των χριστιανών.

Ένας από τους ηγέτες της διασπορικής εστίας της Νάπολης ήταν ο Μανιάτης Ανδρέας Κοντόσταβλος, όπως μαρτυρεί και η επιτύμβια στήλη που ακόμα διασώζεται στο προαύλιο της εκκλησίας:

«Andreas Contestabilis Bracchii Mainae Provinciae Lacedemoniaenon inexpertus Miles sub Carolo VImperatore multisque conflictibus acriter proeliatus semperque Patriae decus qui vivens huc tumulum sibietCorneliae Lascari conjugi dilectissimaeHic IV luce novembris 1576 sepulcrum struendum curavit».

Επί Καρόλου του 5ου η Ισπανία είχε καταφέρει να συγκροτήσει στη Νάπολη ένα δίκτυο πληροφοριών που δρούσε στο Λεβάντε, στο οποίο είχαν στρατολογηθεί πολλοί Έλληνες της Νάπολης, ανάμεσα στους οποίους ήταν και πολλοί Ηπειρώτες, Κύπριοι και Μανιάτες και άλλοι επίσης από άλλες βαλκανικές χώρες. Στη Νάπολη λειτουργούσε ταυτόχρονα και ένα γραφείο των μυστικών υπηρεσιών της Γαληνοτάτης που συντόνιζε την κατασκοπεία στα Βαλκάνια και παρακολουθούσε από το 1576 τις κινήσεις των πρακτόρων στην Ήπειρο, στα Επτάνησα, στο Μοριά και ιδιαίτερα του αρχηγού της ισπανικής κατασκοπείας Pietro Lanza, πρώην βενετσάνου διοικητή της Πάργας.

Αυτός ο Πέτρος Λάντζας ήταν επιφανές μέλος της διασπορικής αδελφότητας στη Νάπολη. Το 1594 ο Λάντζας καταγγέλθηκε ότι ήταν και σπιούνος doppia spia των Τούρκων και φυλακίστηκε στα μπουντρούμια του Castel dell'Ovo.

Στις 17 Νοεμβρίου 1598, ο βενετσάνος πρέσβυς στη Νάπολη, Giovan Carlo Scaramelli, ενημέρωνε ότι υπήρχαν ακόμα υποψίες για διπλοπροσωπία του Λάντζα και για αυτό παρέμενε κρατούμενος στο Castelnuovo:

«Alla notizia che il nuovo pascià d'Algeri è giunto a destinazione e che Cicala medita di costruire un forte a Porto Farina, Pietro Lanza s'era offerto di recarsi sul luogo, ma, in quanto personaggio sospetto, è rimasto nelle prigioni di Castelnuovo».

Όμως και από τη φυλακή ο Λάντζας συνέχιζε να επηρεάζει την πολιτική της αντιβασιλείας, όπως κατέγραφε ο Scaramelli στις 16 Νοεμβρίου 1599 σε έκθεσή του:

«Le feluche da corsa della viceregina sono state armate per ispirazione di Pietro Lanza. Questi, nei suoi frequenti incontri con il viceré, va proponendo sempre nuove imprese e offre di recarsi addirittura a Costantinopoli, sicché è probabile che riottenga la libertà».

Ο Λάντζας παρότι έζησε για χρόνια έγκλειστος στις φυλακές, όταν αποφυλακίστηκε συνέχισε να έχει μεγάλη ακόμα επιρροή μέσα στην Αυλή, όπως προκύπτει από μια μυστική έκθεση του Scaramelli με ημερομηνία 7 Μαρτίου 1600:

«Ispiratore del disegno del Lemos è il corfiota Pietro Lanza, di nuovo libero di muoversi per Napoli, invecchiato, ma per nulla provato nell'aspetto dalla lunga detenzione».

Το 1601 στη Νάπολη δρούσαν πολλοί επίσημοι απεσταλμένοι του Μοριά και της Ηπείρου με στόχο να παρασύρουν τα χριστιανικά κράτη σε μια νέα σταυροφορία για την απελευθέρωση των χριστιανών του Λεβάντε, σύμφωνα με έγγραφο του Scaramelli με ημερομηνία 10 Ιουλίου 1601:

«Se prima si sentivano mormorazioni contro la riluttanza della Repubblica ad entrare in lega con il re di Spagna, ora si dice che Venezia abbia dato parola al papa che combatterà contro il Turco ovunque ve ne sarà occasione».

Ταυτόχρονα όσο βρίσκονταν στη Νάπολη οι πληρεξούσιοι της Μάνης και της Χιμάρας ο κορφιώτης Lanza περιοριζότανε πάλι στη φυλακή λόγω υποψιών ότι δεν είχε ακόμα εγκαταλείψει τις μηχανορραφίες male operazioni.

Ο νέος επιτετραμμένος της Βενετίας στη Nάπολη, Anton Maria Vincenti, στις 7 Μαίου 1602, ενημέρωνε την υπηρεσία του για νέες πρωτοβουλίες του πρώην αρχηγού της κατασκοπείας Lanzagià capo dellespie, εναντίον των Τούρκων στα χωρικά ύδατα της Κέρκυρας:

«La settimana scorsa era in città Michiel Protetri, bandito corfiota responsabile di numerose rapine e saccheggi. Si è trattenuto segretamente con Pietro Lanza, già capo delle spie, e quattro giorni fa, nottetempo, i due sono ripartiti a bordo di feluche. E' probabile che abbiano avuto licenza di andare per mare a caccia di turchi, con intenzione di assalire poi qualsiasi imbarcazione, grazie alla pratica che hanno del tratto di mare circostante Corfù».

Η κατασκοπεία της Γαληνοτάτης ανησυχούσε για τη δράση του Lanza στο Ιόνιο. Ο επιτετραμμένος Vincenti στις 4 Ιουνίου 1602 ενημέρωνε τη Γερουσία ότι ο Pietro Lanza προσπαθούσε να παρεμποδίσει την βενετσάνικη κατασκοπεία

partito qualche settimana fa da Napoli con due feluche insieme ad un altro corfioto, si trovava nei giorni scorsi ad Otranto. Qui ha tentato in tutti modi d'impedire la partenza di una barca che doveva portare a Venezia avviso del suo viaggio, ma la regia Udienza di Lecce, grazie alle insistenze del console Basalù, l'ha fatto desistere.

Ανένδοτος ο Lanza επιδιδόταν σε καταδρομές εναντίον τουρκικών σκαφών, όπως πληροφορούσε ο Vincenti στις 16 Ιουλίου 1602:

«Pietro Lanza, che si era messo in mare per saccheggiare i dintorni di Corfù, si è ritirato a Brindisi non appena ha appreso che il provveditore all'Armata s'aggirava in quelle acque. Capitata quindi in porto una nave di Budua diretta a Bari, l'ha inseguita con una feluca, tentando invano di accostarla e denunciandola quindi come turca all'autorità di Bari, che ha ordinato la carcerazione dell'equipaggio e il sequestro della merce trasportata. Solo grazie all'intervento del capitano in Golfo e dietro versamento di 500 ducati di cauzione, il patrone è riuscito a farsi rimettere in libertà e a venire a Napoli».

Ο αντιβασιλέας της Νάπολης ύστερα από έντονο διάβημα του επιτετραμμένου Vincenti διέταξε να απελευθερωθεί το σκάφος και το πλήρωμα που είχε κουρσέψει ο Pietro Lanza και να επιστραφεί το φορτίο του και ανακάλεσε πάραυτα στη Νάπολη τον Lanza.

Ο Pietro Lanza μετά την επιστροφή του στη Νάπολη επρόκειτο κατά τον Vincenti να τιμωρηθεί εκ νέου σε ποινή καθείρξεως pare verrà rinchiuso in castelloper por fine una volta per tutte alle sue male operazioniμετά το πέρας των ανακρίσεων που είχε διατάξει να διεξαχθούν ο αντιβασιλέας sulle imprese e la naturadi Pietro LanzaΟ Lanza καταδικάστηκε πράγματι alla galea, αλλά σύμφωνα με εμπιστευτική αναφορά του Vincenti της 15 Ιουλίου 1603 αναμενόταν η διαταγή του αντιβασιλέα la sentenza è però subordinata alla volontà del viceré, probabilmente per dar modo al conte di Benavente di farlo relegare in qualche castello ed evitare così che suborni le ciurme.

Υπήρχε συνεχής αναβρασμός στην ελληνική κοινότητα της Νάπολης και στα επόμενα χρόνια. Στις 19 Ιουνίου 1608, ο γραμματέας της πρεσβείας της Γαληνοτάτης, Agostino Dolce, ενημέρωνε τον δόγη Leonardo Donato [1602-1611], για ύποπτες κινήσεις και ζυμώσεις στους ελληνικούς κύκλους της Νάπολης, σε συνεργασία με τον εφημέριο της ελληνικής εκκλησίας; ο Dolce ανέφερε ότι είχαν φτάσει από την Απουλία ορισμένοι απεσταλμένοι από τα Τρίκαλα και τα Γιάννενα που ήταν σε επαφή με τον μητροπολίτη Διονύσιο τον Σκυλόσοφο που υποκινούσε τις ταραχές στη Θεσσαλία και στην Ήπειρο στα χρόνια 1600 και 1611 με τη βοήθεια των Ισπανών και των Ναπολιτάνων.

Από τη Νάπολη ο Μανιάτης Costantino de'Medici πληροφορούσε τον Έλληνα μητροπολίτη στη Βενετία Γαβριήλ Σεβήρο, στις 15 Ιουλίου 1608, ότι οι Έλληνες της Νάπολης, όντας σε επαφή με τα Τρίκαλα και τα Γιάννενα, είχαν συγκροτήσει ένα ετοιμοπόλεμο σώμα μισθοφόρων κάτω από την ηγεσία του Κορφιώτη Pietro Lanza και του Κύπριου Geronimo Combi για να το χρησιμοποιήσουν στο πλευρό των επαναστατών στα Τρίκαλα και στα Γιάννενα. Στις αρχές του Δεκεμβρίου 1608, ο Pietro Lanza, έχοντας λάβει διαπιστευτήρια από τον αντιβασιλέα άφηνε τη Νάπολη και κατευθύνοταν στα πλαίσια μιας μυστικής αποστολής προς τη Ραγούζα και την Κωνσταντινούπολη.

Εκτός από τον Λάντζα ένας άλλος που εξύφαινε στην Ήπειρο και στη Μάνη επαναστατικά σχέδια με τη συνδρομή της Ομογένειας ήταν ο Ιερώνυμος Κόμπης από την Κύπρο, που ήταν κι αυτός στην ηγεσία του κατασκοπευτικού δικτύου των Ισπανών και επιφανές μέλος της ελληνικής αδελφότητας.

Ο επιτετραμμένος της Γαληνοτάτης Giovan Carlo Scaramelli, στις 26 Ιουνίου 1601, ανέφερε ότι ο Κόμπης ετοιμαζόταν να μεταβεί στην Αρβανητιά και στο Μοριά για να ξεσηκώσει τους χριστιανούς:

«Sembra che il capitano Geronimo Combi, attualmente a Taranto, intenda passare in Albania o in Morea per le sollevazioni di cui da tempo si parla».

Ενόσω ο Κόμπης βρισκόταν σε διαπραγματεύσεις στο Μοριά η κυβέρνηση του αντιβασιλέα τον ειδοποίησε να επανέλθει, όπως πληροφορεί ο βενετσάνος Scaramelli στις 14 Αυγούστου 1601:

«Geronimo Combi, inviato in Morea e di lì richiamato da una lettera del viceré, è rientrato a Napoli la scorsa settimana, senza passare per Corfù».

Η Γαληνοτάτη παρότρυνε στις 14 Μαρτίου 1602 τον Anton Maria Vincenti να παρακολουθεί ανελλιπώς τον Κόμπη:

«Il residente cerchi di raccogliere informazioni sul conto di Nicolò cipriota, sopramassaro della cittadella nuova di Corfù e del figlio di questi Giovan Domenico, ai quali Geronimo Combi avrebbe procurato uno stipendio dal luogotenente».

Και ο Vincenti άρχισε να στέλνει αναφορές για τις κινήσεις του Κόμπη από τις 2 Απριλίου 1602:

«Con riferimento alla richiesta del provveditore e capitano di Corfù, trasmessa al residente dal Collegio, si comunica che il figlio del sopramassaro della cittadella nuova di Corfù, di nome Giovan Domenico, appena sedicenne, ma «di spirito assai vivace», viene ospitato ed istruito dal capitano Geronimo Combi. Non ha avuto dal governo napoletano carica o stipendio, che il Combi, se ne avesse avuto la possibilità, avrebbe procurato semmai al proprio figlio, più matuto d'età».

Το 1604 ο Combi από μια φρεγάτα ισπανική αποβιβαζότανε στην Κέρκυρα όπου σκόπευε να μεθοδέψει τον ξεσηκωμό της Ηπείρου.

Σε μια έκθεση της 12 Οκτωβρίου 1604, ο Vincenti έστελνε στη Βενετία νέες πληροφορίες για τα σχέδια του Κόμπη στην Ήπειρο και στο Μοριά:

«La flotta turca è stata segnalata a Navarino con sole 26 galee e pare intenda spingersi fino a Zante e Corfù, prima di ritirarsi per l'inverno. Geronimo Combi, capo delle spie, è partito nei giorni scorsi in gran segreto alla volta dell'Albania o, come alcuni dicono, della Morea. Deve aver proposto al viceré qualche impresa sotto il vessillo di Spagna, dato che la Tesoreria gli ha versato 2000 ducati».

Ο κατάσκοπος Κόμπης δρούσε πρωτίστως στο Λεβάντε από όπου έστελνε τακτικές αναφορές στον Φίλιππο 3ο. Στις 11 Νοεμβρίου 1610, εξήρε στο Φίλιππο 3ο τη στρατηγική σημασία της Μάνης για τον ξεσηκωμό του Μοριά.

Η ελληνική συνοικία της Νάπολης ήταν κομβικό και νευραλγικό σημείο του κατασκοπευτικού δικτύου που απλώνονταν από την Απουλία μέχρι την Κωνσταντινούπολη και από τη Ραγούζα μέχρι τα Επτάνησα, το Μοριά, την Αίγυπτο και τη Συρία. Σε αυτό το δίκτυο οι πράκτορες ήταν στην πλειοψηφία τους Έλληνες της διασποράς.

Οι Έλληνες της διασποράς κατά την τουρκοκρατία είχαν ανάμειξη σε όλα τα επαναστατικά κινήματα. Ιδιαίτερα οι Έλληνες της Νάπολης, που ήταν η πρωτεύουσα του βασιλείου της Ναπολης και της αντιβασιλείας, ενέχονταν σε όλες τις κινήσεις του κατασκοπευτικού δικτύου των Ισπανών στο Λεβάντε, στην Αδριατική και στο Ιόνιο. Στην τριετία 1612/1615 εκτυλισσόταν στη ελληνική συνοικία της Νάπολης μια σειρά διερευνητικών επαφών του ελληνικού κλιμακίου αυτού του δικτύου, που ήταν στελεχωμένο με Μανιάτες, Χιμαριώτες και Κύπριους, με επίσημους απεσταλμένους από τη Μάνη και τη Χιμάρα. Αρχιερείς της Μάνης και της Ηπείρου βρέθηκαν τότε στη Νάπολη για να ζητήσουν τη βοήθεια του αντιβασιλέα για να λυτρωθούν οι περιοχές τους. Η ελληνική αδελφότητα ήταν ο συνδετικός κρίκος ανάμεσα σε αυτούς και την αντιβασιλεία. Το φθινόπωρο του 1615 ο αρχιερέας της Μάνης μαζί με άλλους έξι Μανιάτες που ζούσαν στη Νάπολη έπαιρνε το δρόμο της επιστροφής για τη Μάνη.

Από το 1612 μέχρι το 1623 και ο δούκας Κάρολος 1ος Conzaga-Nevers, ανηψιός της Μαργαρίτας Παλαιολόγου του Monferrato, βρισκόταν σε διαπραγματεύσεις με οικογένειες της Μάνης και της Χιμάρας και με διασπορικές εστίες και αυλές της Δύσης για να προετοιμάσει μια νέα σταυροφορία. Τον Ιούνιο του 1612 βρέθηκε πάλι στη Νάπολη ο αρχιεπίσκοπος Οχρίδας Αθανάσιος και μαζί με τον επίσκοπο του Durrazzo Χαρίτωνα υπέγραψε στις 11 Σεπτεμβρίου και στις 24 Οκτωβρίου 1612 δύο εκκλήσεις προς τον Φίλιππο 3ο. Τον Αύγουστο 1613 και ο επίσκοπος Νεόφυτος της Μάνης εκλιπαρούσε τον αντιβασιλέα της Νάπολης και τον Φίλιππο 3ο να στηρίξουν την απελευθέρωση της Μάνης με την αποστολή πολεμοφοδίων.

Οι ζυμώσεις και οι διαπραγματεύσεις που εκτυλίσσονταν στη διασπορά και ο επαναστατικός οργασμός στο Λεβάντε από το 1568 και για μια ολόκληρη 50ετία δεν απέφερε τα επιθυμητά αποτελέσματα. Ωστόσο ευνόησαν τη συνοχή του Ελληνισμού και τη δημιουργία ενός φιλελληνικού και αντιτουρκικού κλίματος στην Ευρώπη, σφυρηλατώντας την εθνική συνείδηση του απόδημου και του υπόδουλου Ελληνισμού.

Το 1647 σημειώθηκε μια νέα μαζική έξοδος από τη Μάνη με προορισμό τη νότια Ιταλία. Ο Φίλιππος 4ος τους παρεχώρησε τότε άσυλο και προνόμια και τους εγκατέστησε στα Βασιλικάτα στην περιοχή του Barile, όπου ήδη προυπήρχε από το 1534 μια διασπορική εστία από Κορωναίους.

Ο κόντες Γεώργιος Χωραφάς από την Κεφαλονιά, ιδρυτής και διοικητής ενός μισθοφορικού συντάγματος reggimento Real Macedone στο βασίλειο της Νάπολης, το 1756 είχε στρατολογήσει Μανιάτες πληρώνοντας χίλια δουκάτα στον προεστό της ελεύθερης Μάνης Ιωάννη Μαυρομιχάλη. Και το 1758 στρατολόγησε άλλους στατεύσιμους στη Σμύρνη, πληρώνοντας πέντε χιλιάδες δουκάτα.

Στα μέσα του 1700 ιδρύθηκαν πολλές νέες διασπορικές εστίες στην Ιταλία, με Ηπειρώτες και Μανιάτες. Ήταν ένα σύστημα που στόχευε πρωτίστως στη λύση των δημογραφικών προβλημάτων των εγκαταλελειμμένων και ερημωμένων αγροκτηνοτροφικών περιοχών με τη χορήγηση φορολογικών προνομίων και άλλων ευκολιών που ευνοούσαν το ρεύμα των μετακινήσεων και αποδημιών και τους εποικισμούς με Έλληνες. Οι κυβερνήσεις με τον τρόπο αυτό ενθάρρυναν τις πληθυσμιακές μετακινήσεις προς τις χώρες τους ξένων χειρωνακτών και αγροτών forestieri laboriosi.

Μία από τις νέες διασπορικές εστίες με βορειοηπειρώτες εγκαταστάθηκε στη νότια Ιταλία με παραχώρηση προνομίων από το βασιλιά της Νάπολης:

«Abbadessa o Badessa terra regia in Abruzzo ultra, esente da giurisdizione Vescovile{...} incominciò a sorgere nell'anno 1744 a cagione dell'ultima trasmigrazione, che fecero gli Albanesi in questo regno {...} Gli abitanti appena in oggi oltrepassano il numero di 208, il cui linguaggio è un greco corrotto».

Η άφιξη στο βασίλειο πολλών βορειοηπειρωτών για να ενταχθούν σε ένα μισθοφορικό σύνταγμα reggimento Real Macedone \και για να εγκατασταθούν στην νέα αποικία της Badessa ώθησε το βασίλειο της Νάπολης να υπογράψει μια διμερή συνθήκη concordato το 1740 με την Υψηλή Οθωμανική Πύλη που αναγνώριζε διάφορα προνόμια στους Έλληνες μετοίκους.

Το 1741 ο κόντες Γεώργιος Χωραφάς πήγε στην Κωνσταντινούπολη για να παραδώσει ένα δώρο στο σουλτάνο για την υπογραφή της συνθήκης ειρήνης με το βασίλειο.

Οι αποικίες αυτές ιδρύονταν κατόπιν προκαταρκτικών διμερών διαπραγματεύσεων που κατέληγαν σε συμφωνία που κατοχυρώνονταν με συμβολαιογραφικές πράξεις capitoli tendenti allo stabilimento dicolonie.

Μια από τις νέες αυτές αποικίες ήταν και ο μανιάτικος διασπορικός θύλακας στη Μοντρέστα της Σαρδηνίας που συγκροτήθηκε με την αιγίδα του βασιλιά Καρόλου Εμμανουήλ 3ου, στα μέσα του 1750 με εγκατάσταση Μανιατών της Κορσικής και των Βαλεαρήδων νήσων.

Ο επιτετραμμένος της Γαληνοτάτης στη Νάπολη, Giacomo Antonio Piatti, προωθούσε στις 21 Μαρτίου 1747, μία έκθεση με πληροφορίες για τις νέες διασπορικές εστίες sulla costituzione delle nuove colonie diforestierisecondo antico e inveterato costumeper ripopolare le regioni deserte di manodopera agricola.

Γύρω στην αρχή του δεύτερου μισού του 18ου αιώνα στη Νάπολη, στη Ρωσία και στην Ευρώπη άρχισε να επικρατεί μια πεφωτισμένη αντίληψη σε συνάρτηση με ένα περιρρέον φιλελληνικό κλίμα και με τις νίκες της Αικατερίνης 2ας στη διάρκεια του ρωσοτουρκικού πολέμου (1768-1774) που γέννησε πολλές προσδοκίες στους σκλαβωμένους λαούς στα Βαλκάνια και στον ελληνικό χώρο.

Στις ελληνικές εκκλησίες προσεύχονταν για να δρέψει η Αικατερίνη με τα σταυροφόρα στρατεύματά της νίκες και τρόπαια κατά των μισοχρίστων Αγαρηνών έως ένδον της Αυλής της του Θεού Σοφίας.

Οι αδελφοί Ορλώφ εν τω μεταξύ προσπαθούσαν να ξεσηκώσουν και πάλι τη Μάνη στο Μοριά και τη Χιμάρα στη Βόρεια Ήπειρο αποβλέποντας σε μια ανάφλεξη όλης της ΝΑ Ευρώπης και το νέο αυτό εγχείρημα στήριζε ανεπιφύλακτα και η ελληνική διασπορά στη Νάπολη.

Η αποτυχία αυτού του φιλόδοξου εγχειρήματος οδήγησε πολλούς πάλι στο δρόμο της διασποράς από την Ήπειρο και το Μοριά. Πολλοί Χιμαριώτες τότε βρήκαν διέξοδο και καταφύγιο στη Νάπολη, όπου στρατολογήθηκαν στα βουρβωνικά στρατεύματα μαζί με τους βορειοηπειρώτες αξιωματικούς τον κόντε Στρατή Γκίκα, τον Γιάννη Σπήλιο, τον Σπύρο Καζνέζη και τον Αντ. Βάρφη.

Το Δεκέμβρη του 1797 όταν συλλάβανε τον Ρήγα και τους συντρόφους του στην Τεργέστη κυκλοφόρησε και τότε η είδηση για μια επερχόμενη αναζωπύρωση των επαναστατικών εστιών στη Μάνη και στην Ήπειρο με επέκταση της πυρκαγιάς σε όλο το Λεβάντε και τα Βαλκάνια.